νόμισις: Difference between revisions

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
(8)
 
(CSV import)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nomisis
|Transliteration C=nomisis
|Beta Code=no/misis
|Beta Code=no/misis
|Definition=εως, ἡ, (νομίζω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">belief, opinion</b>, <b class="b3">ἡ ἀνθρωπεία τῶν ἐς τὸ θεῖον νόμισις</b> the <b class="b2">established belief</b> about the Deity, <span class="bibl">Th.5.105</span>; παρρησία τῆς ν. <span class="bibl">D.C.37.17</span>.</span>
|Definition=-εως, ἡ, ([[νομίζω]]) [[belief]], [[opinion]], <b class="b3">ἡ ἀνθρωπεία τῶν ἐς τὸ θεῖον νόμισις</b> the [[established belief]] about the Deity, Th.5.105; παρρησία τῆς ν. D.C.37.17.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0261.png Seite 261]] ἡ, das herkömmliche Meinen, die herkömmliche Ansicht, der Brauch, ἔξω τῆς εἰς τὸ [[θεῖον]] νομίσεως, Thuc. 5, 105; vgl. Lob. Phryn. 351 und [[νομίζω]].
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />croyance, <i>particul.</i> croyance religieuse.<br />'''Étymologie:''' [[νομίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''νόμισις:''' εως ἡ [[общепринятое мнение]], [[установившийся обычай]], [[сложившееся верование]] (ἡ ἐς τὸ [[θεῖον]] ν. Thuc.).
}}
{{ls
|lstext='''νόμῐσις''': ἡ, (νομίζω0 [[ὅπερ]] νομίζει ἢ πιστεύει τις, [[ὅπερ]] δόξῃ ἡγεῖται, δηλ. [[πίστις]], ἡ ἀνθρωπεία εἰς τὸ [[θεῖον]] [[νόμισις]], ἡ καθιερωμένη [[πίστις]] εἰς τὸ [[θεῖον]], Θουκ. 5. 105.
}}
{{grml
|mltxt=[[νόμισις]], ἡ (ΑΜ) [[νομίζω]]<br /><b>1.</b> ό,τι νομίζει [[κάποιος]], η [[γνώμη]], η [[ιδέα]] («[[παρρησία]] τῆς νομίσεως», Δίων Κάσσ.)<br /><b>2.</b> [[πίστη]], ό,τι πιστεύει [[κάποιος]] («τῆς ἀνθρωπείας... εἰς τὸ θεῖον νομίσεως», <b>Θουκ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''νόμῐσις:''' ἡ ([[νομίζω]]), [[συνήθεια]], [[παράδοση]], [[έθιμο]]· ἡ ἀνθρωπεία ἐς τὸ [[θεῖον]] [[νόμισις]], καθιερωμένη [[πίστη]] στη [[θεότητα]], σε Θουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νομίζω]]<br />[[usage]], [[prescription]], [[custom]], ἡ ἁνθρωπεία ἐς τὸ [[θεῖον]] [[νόμισις]] the established [[belief]] [[about]] the Deity, Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[observantia]]'', [[observance]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.105.1/ 5.105.1].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νόμῐσις Medium diacritics: νόμισις Low diacritics: νόμισις Capitals: ΝΟΜΙΣΙΣ
Transliteration A: nómisis Transliteration B: nomisis Transliteration C: nomisis Beta Code: no/misis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (νομίζω) belief, opinion, ἡ ἀνθρωπεία τῶν ἐς τὸ θεῖον νόμισις the established belief about the Deity, Th.5.105; παρρησία τῆς ν. D.C.37.17.

German (Pape)

[Seite 261] ἡ, das herkömmliche Meinen, die herkömmliche Ansicht, der Brauch, ἔξω τῆς εἰς τὸ θεῖον νομίσεως, Thuc. 5, 105; vgl. Lob. Phryn. 351 und νομίζω.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
croyance, particul. croyance religieuse.
Étymologie: νομίζω.

Russian (Dvoretsky)

νόμισις: εως ἡ общепринятое мнение, установившийся обычай, сложившееся верование (ἡ ἐς τὸ θεῖον ν. Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

νόμῐσις: ἡ, (νομίζω0 ὅπερ νομίζει ἢ πιστεύει τις, ὅπερ δόξῃ ἡγεῖται, δηλ. πίστις, ἡ ἀνθρωπεία εἰς τὸ θεῖον νόμισις, ἡ καθιερωμένη πίστις εἰς τὸ θεῖον, Θουκ. 5. 105.

Greek Monolingual

νόμισις, ἡ (ΑΜ) νομίζω
1. ό,τι νομίζει κάποιος, η γνώμη, η ιδέαπαρρησία τῆς νομίσεως», Δίων Κάσσ.)
2. πίστη, ό,τι πιστεύει κάποιος («τῆς ἀνθρωπείας... εἰς τὸ θεῖον νομίσεως», Θουκ.).

Greek Monotonic

νόμῐσις: ἡ (νομίζω), συνήθεια, παράδοση, έθιμο· ἡ ἀνθρωπεία ἐς τὸ θεῖον νόμισις, καθιερωμένη πίστη στη θεότητα, σε Θουκ.

Middle Liddell

νομίζω
usage, prescription, custom, ἡ ἁνθρωπεία ἐς τὸ θεῖον νόμισις the established belief about the Deity, Thuc.

Lexicon Thucydideum

observantia, observance, 5.105.1.