ὁμαλίζω: Difference between revisions
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
(9) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(33 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omalizo | |Transliteration C=omalizo | ||
|Beta Code=o(mali/zw | |Beta Code=o(mali/zw | ||
|Definition= | |Definition=X.''Oec.''18.5, Arist. (v. infr.): <span class="bld">A</span> fut. -ιῶ [[LXX]] ''Is.''45.2, -ίσω Sm.''Jb.''39.10: aor. ὡμάλισα [[LXX]] ''Is.''28.25:—Pass., pf. [[ὡμάλισμαι]] (v. infr.): aor. ὡμαλίσθην Arist.''Pol.''1266b3: fut. ὁμαλισθήσομαι ib.1265a40: fut. Med. [[ὁμαλιεῖται]] in pass. sense, X.''Oec.''18.5: ([[ὁμαλός]]):—[[make even]] or [[make level]], τὴν γῆν [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 5.9.8, cf. Damox. 2.50:—Pass., X. [[l.c.]], ''IG''22.380.10, ''PPetr.''2p.43 (iii B.C.).<br><span class="bld">2</span> [[level]], [[equalize]], μᾶλλον δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁ. ἢ τὰς οὐσίας Arist.''Pol.'' 1266b30, cf. 1267b5:—Pass., <b class="b3">διὰ τῆς κτήσεως ὡμαλισμένης</b> ib.1270a39; <b class="b3">ὁμαλισθησομένη εἰς τὸ αὐτὸ πλῆθος</b> ib.1265a40; πόλεις ὡμαλισμέναι ὑπὸ τῶν συμφορῶν Isoc.5.40, cf. 6.65.<br><span class="bld">3</span> [[reduce to a uniform mass]], τὰ σιτία καὶ τὸ ποτὸν ὁμαλίζειν Diocl.Fr.141.<br><span class="bld">II</span> intr., to [[be equal]] or [[remain equal]] or [[be equable]], [[maintain one's level]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 5.1.12, Mnesith. ap. Ath.5.357e, Plb.29.26.2, Phld.''Po.''5.9. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0329.png Seite 329]] gleich, eben machen, Sp.; Xen. Oec. 18, 5 vom gleichmäßigen Ausdreschen oder Austreten des Getreides, ὁμαλιεῖται ὁ [[ἀλοητός]]; auch übertr., wie Arist. [[μᾶλλον]] γὰρ δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁμαλίζειν ἢ τὰς οὐσίας, pol. 2, 7, 8. – Bei Sp., wie Theophr., auch intr., gleich, eben sein. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ὁμαλίσω et ὁμαλιῶ, <i>ao.</i> [[ὡμάλισα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ὁμαλισθήσομαι, <i>ao.</i> [[ὡμαλίσθην]];<br /><b>1</b> [[égaliser]], acc.;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> [[rendre uni]], [[calme]], [[adoucir]], [[apaiser]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁμαλός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμᾰλίζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[делать ровным]], [[выравнивать]] (τὸν δῖνον Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[делать равным]], [[уравнивать]] (τὰς οὐσίας Arst.); ὁμαλισθῆναι εἰς τὸ αὐτὸ [[πλῆθος]] Arst. стать количественно равным. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὁμᾰλίζω''': Ξεν., Ἀριστ.: μέλλ. -ίσω ἢ -ιῶ: ἀόρ. ὡμάλισα Ἑβδ. (Σειρὰχ ΚΑ΄, 11). - Παθ., πρκμ. ὡμάλισμαι, ἴδε κατωτ.: ἀόρ. ὡμαλίσθην Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7, 3· μέλλ. ὁμαλισθήσομαι [[αὐτόθι]] 2. 6, 10 ἀλλὰ μέσ. μέλλ. ὁμαλιεῖται, ἐπὶ παθ. σημασ. Ξεν. Οἰκ. 18. 5: ([[ὁμαλός]]). Ποιῶ τι ὁμαλὸν ἢ ἐπίπεδον, ἰσοπεδῶ, τὴν γῆν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 8, πρβλ. Δαμόξενον ἐν «Συντρόφοις» 1. 50. - Παθ., ἐπὶ τοῦ ἁλωνίου, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.· - [[ἐντεῦθεν]] ῥημ. ἐπίθ. [[ὁμαλιστέον]], δεῖ ὁμαλίζειν, Γεωπ. 18. 2. 2) [[ὁμαλύνω]], ἰσῶ, ἐξισῶ, ὁμοιῶ, [[μᾶλλον]] δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁμ. ἢ τὰς οὐσίας Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7. 8, πρβλ. 20. - Παθ., διὰ τῆς κτήσεως ὡμαλισμένης [[αὐτόθι]] 2. 9, 17· ὁμαλισθῆναι εἰς τὸ αὐτὸ [[πλῆθος]] [[αὐτόθι]] 2. 6, 10· πόλεις ὡμαλισμέναι ὑπὸ τῶν συμφορῶν Ἰσοκρ. 90Β. ΙΙ. ἀμεταβ. εἶμαι ἢ [[διαμένω]] [[ἴσος]] ἢ [[δύναμαι]] νὰ ἐξισωθῶ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 1. 12, Ἀθήν. 357Ε. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(ΑΜ [[ὁμαλίζω]]) [[ομαλός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] ομαλό, επίπεδο, [[ισοπεδώνω]], [[εξομαλύνω]] («κινεῖν καὶ ὁμαλίζειν τὴν γῆν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[εξομοιώνω]], [[εξισώνω]] («μᾶλλον δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁμαλίζειν ἤ τὰς οὐσίας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[δίνω]] [[λύση]] σε προβληματική [[κατάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για νομοθέτη) [[αμβλύνω]] τις αντιθέσεις, [[επιφέρω]] [[ισότητα]]<br /><b>2.</b> [[ανάγω]] σε ίση [[ποσότητα]] («τὰ [[σιτία]] καὶ τὸ [[ποτὸν]] ὁμαλίζειν», Διοκλ.)<br /><b>3.</b> (για την [[πέψη]]) [[λειτουργώ]] ομαλά, κανονικά<br /><b>4.</b> (για άνεμο) [[είμαι]] [[ομαλός]], [[πνέω]] [[χωρίς]] διακυμάνσεις<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>ὁμαλίζομαι</i><br />[[υφίσταμαι]] ολοκληρωτική [[καταστροφή]], αφανίζομαι («πόλεις ὡμαλισμέναι ὑπὸ τῶν συμφορῶν», Ισοκρ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ὁμαλίζω]] ἐς τὸ φιλοσοφώτερον» — [[καθιστώ]] [[κάτι]] κανονικό, φυσιολογικό. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁμᾰλίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i> — Παθ., παρακ. <i>ὡμάλισμαι</i>, αόρ. αʹ [[ὡμαλίσθην]], μέλ. <i>ὁμαλισθήσομαι</i>, Μέσ. μέλ. [[ὁμαλιεῖται]], με Παθ. [[σημασία]]·<br /><b class="num">1.</b> κάνω [[κάτι]] επίπεδο, [[ισοπεδώνω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[εξομαλύνω]], [[εξισώνω]], [[εξομοιώνω]], σε Αριστ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<b class="num">1.</b> to make [[even]] or [[level]], Xen.<br /><b class="num">2.</b> to [[level]], [[equalise]], Arist. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:50, 3 March 2024
English (LSJ)
X.Oec.18.5, Arist. (v. infr.): A fut. -ιῶ LXX Is.45.2, -ίσω Sm.Jb.39.10: aor. ὡμάλισα LXX Is.28.25:—Pass., pf. ὡμάλισμαι (v. infr.): aor. ὡμαλίσθην Arist.Pol.1266b3: fut. ὁμαλισθήσομαι ib.1265a40: fut. Med. ὁμαλιεῖται in pass. sense, X.Oec.18.5: (ὁμαλός):—make even or make level, τὴν γῆν Thphr. CP 5.9.8, cf. Damox. 2.50:—Pass., X. l.c., IG22.380.10, PPetr.2p.43 (iii B.C.).
2 level, equalize, μᾶλλον δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁ. ἢ τὰς οὐσίας Arist.Pol. 1266b30, cf. 1267b5:—Pass., διὰ τῆς κτήσεως ὡμαλισμένης ib.1270a39; ὁμαλισθησομένη εἰς τὸ αὐτὸ πλῆθος ib.1265a40; πόλεις ὡμαλισμέναι ὑπὸ τῶν συμφορῶν Isoc.5.40, cf. 6.65.
3 reduce to a uniform mass, τὰ σιτία καὶ τὸ ποτὸν ὁμαλίζειν Diocl.Fr.141.
II intr., to be equal or remain equal or be equable, maintain one's level, Thphr. CP 5.1.12, Mnesith. ap. Ath.5.357e, Plb.29.26.2, Phld.Po.5.9.
German (Pape)
[Seite 329] gleich, eben machen, Sp.; Xen. Oec. 18, 5 vom gleichmäßigen Ausdreschen oder Austreten des Getreides, ὁμαλιεῖται ὁ ἀλοητός; auch übertr., wie Arist. μᾶλλον γὰρ δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁμαλίζειν ἢ τὰς οὐσίας, pol. 2, 7, 8. – Bei Sp., wie Theophr., auch intr., gleich, eben sein.
French (Bailly abrégé)
f. ὁμαλίσω et ὁμαλιῶ, ao. ὡμάλισα, pf. inus.
Pass. f. ὁμαλισθήσομαι, ao. ὡμαλίσθην;
1 égaliser, acc.;
2 fig. rendre uni, calme, adoucir, apaiser.
Étymologie: ὁμαλός.
Russian (Dvoretsky)
ὁμᾰλίζω:
1 делать ровным, выравнивать (τὸν δῖνον Xen.);
2 делать равным, уравнивать (τὰς οὐσίας Arst.); ὁμαλισθῆναι εἰς τὸ αὐτὸ πλῆθος Arst. стать количественно равным.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμᾰλίζω: Ξεν., Ἀριστ.: μέλλ. -ίσω ἢ -ιῶ: ἀόρ. ὡμάλισα Ἑβδ. (Σειρὰχ ΚΑ΄, 11). - Παθ., πρκμ. ὡμάλισμαι, ἴδε κατωτ.: ἀόρ. ὡμαλίσθην Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7, 3· μέλλ. ὁμαλισθήσομαι αὐτόθι 2. 6, 10 ἀλλὰ μέσ. μέλλ. ὁμαλιεῖται, ἐπὶ παθ. σημασ. Ξεν. Οἰκ. 18. 5: (ὁμαλός). Ποιῶ τι ὁμαλὸν ἢ ἐπίπεδον, ἰσοπεδῶ, τὴν γῆν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 8, πρβλ. Δαμόξενον ἐν «Συντρόφοις» 1. 50. - Παθ., ἐπὶ τοῦ ἁλωνίου, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.· - ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθ. ὁμαλιστέον, δεῖ ὁμαλίζειν, Γεωπ. 18. 2. 2) ὁμαλύνω, ἰσῶ, ἐξισῶ, ὁμοιῶ, μᾶλλον δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁμ. ἢ τὰς οὐσίας Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7. 8, πρβλ. 20. - Παθ., διὰ τῆς κτήσεως ὡμαλισμένης αὐτόθι 2. 9, 17· ὁμαλισθῆναι εἰς τὸ αὐτὸ πλῆθος αὐτόθι 2. 6, 10· πόλεις ὡμαλισμέναι ὑπὸ τῶν συμφορῶν Ἰσοκρ. 90Β. ΙΙ. ἀμεταβ. εἶμαι ἢ διαμένω ἴσος ἢ δύναμαι νὰ ἐξισωθῶ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 1. 12, Ἀθήν. 357Ε.
Greek Monolingual
(ΑΜ ὁμαλίζω) ομαλός
1. καθιστώ κάτι ομαλό, επίπεδο, ισοπεδώνω, εξομαλύνω («κινεῖν καὶ ὁμαλίζειν τὴν γῆν», Θεόφρ.)
2. εξομοιώνω, εξισώνω («μᾶλλον δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁμαλίζειν ἤ τὰς οὐσίας», Αριστοτ.)
μσν.
δίνω λύση σε προβληματική κατάσταση
αρχ.
1. (για νομοθέτη) αμβλύνω τις αντιθέσεις, επιφέρω ισότητα
2. ανάγω σε ίση ποσότητα («τὰ σιτία καὶ τὸ ποτὸν ὁμαλίζειν», Διοκλ.)
3. (για την πέψη) λειτουργώ ομαλά, κανονικά
4. (για άνεμο) είμαι ομαλός, πνέω χωρίς διακυμάνσεις
5. παθ. ὁμαλίζομαι
υφίσταμαι ολοκληρωτική καταστροφή, αφανίζομαι («πόλεις ὡμαλισμέναι ὑπὸ τῶν συμφορῶν», Ισοκρ.)
6. φρ. «ὁμαλίζω ἐς τὸ φιλοσοφώτερον» — καθιστώ κάτι κανονικό, φυσιολογικό.
Greek Monotonic
ὁμᾰλίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ — Παθ., παρακ. ὡμάλισμαι, αόρ. αʹ ὡμαλίσθην, μέλ. ὁμαλισθήσομαι, Μέσ. μέλ. ὁμαλιεῖται, με Παθ. σημασία·
1. κάνω κάτι επίπεδο, ισοπεδώνω, σε Ξεν.
2. εξομαλύνω, εξισώνω, εξομοιώνω, σε Αριστ.