Ὀλύμπιος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(Autenrieth)
mNo edit summary
 
(27 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=Ὀλύμπιος
|Full diacritics=Ὀλῠ́μπῐος
|Medium diacritics=Ὀλύμπιος
|Medium diacritics=Ὀλύμπιος
|Low diacritics=Ολύμπιος
|Low diacritics=Ολύμπιος
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=Olympios
|Transliteration B=Olympios
|Transliteration C=Olympios
|Transliteration C=Olympios
|Beta Code=*)olu/mpios
|Beta Code=*)olu/mpios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">Olympian, of Olympus, dwelling on Olympus</b>, epith. of the gods above, <span class="bibl">Il.1.399</span>, <span class="bibl">20.47</span> ; οἱ Ὀ. <span class="bibl">Men.<span class="title">Sam.</span>187</span> ; esp. of Zeus, who is called simply <b class="b3">Ὀλύμπιος</b> in <span class="bibl">Il.18.79</span>, <span class="bibl">22.130</span>, al., <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>474</span>, etc. ; so Ζεὺς πατὴρ Ὀ. <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>275</span> : in Prose, ὁ Ζεὺς ὁ Ὀ. <span class="bibl">Th.2.15</span>, <span class="title">IG</span> 12.39.35, 22.112.7 ; μὰ τὸν Δία τὸν Ὀ. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>817</span> ; Ζεὺς ὁ Ὀ. <span class="bibl">Th.3.14</span> ; ὁ Ὀ. Ζεύς <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>583b</span> ; τοι Δι Ὀλυνπιοι <span class="title">SIG</span>9.6 (Elis, vi B. C.) ; Ὀ. ἀστήρ <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>4.315</span> ; ἕδρη <span class="title">IG</span>9(1).882.1 (Corc.) : applied by Com. to Pericles, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>530</span>, cf. <span class="bibl">Cratin.71</span>, <span class="bibl">Telecl.17</span> ; also <b class="b3">Ὀ. δώματα</b> the mansions <b class="b2">of Olympus</b>, <span class="bibl">Il.1.18</span>, al., <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>75</span>.</span>
|Definition=Ὀλύμπιον, [[Olympian]], [[of Olympus]], [[dwelling on Olympus]], [[epithet]] of the gods above, Il.1.399, 20.47; οἱ Ὀ. Men.''Sam.''187; especially of [[Zeus]], who is called simply [[Ὀλύμπιος]] in Il.18.79, 22.130, al., Hes.''Op.''474, etc.; so Ζεὺς πατὴρ Ὀλύμπιος S.''Tr.''275: in Prose, ὁ Ζεὺς ὁ Ὀλύμπιος Th.2.15, ''IG'' 12.39.35, 22.112.7; [[μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον]] Ar.''Nu.''817; Ζεὺς ὁ Ὀλύμπιος Th.3.14; ὁ Ὀλύμπιος Ζεύς [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 583b; τοι Δι Ὀλυνπιοι ''SIG''9.6 (Elis, vi B. C.); Ὀλύμπιος ἀστήρ Opp.''H.''4.315; ἕδρη ''IG''9(1).882.1 (Corc.): applied by Com. to Pericles, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''530, cf. Cratin.71, Telecl.17; also <b class="b3">Ὀλύμπια δώματα</b> the [[mansion]]s [[of Olympus]], Il.1.18, al., Hes.''Th.''75.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />[[de l'Olympe]], [[Olympien]] <i>ou</i> [[d'Olympie]], [[Olympique]] ; ὁ Ὁλύμπιος l'[[Olympien]], <i>càd</i> [[Zeus]].<br />'''Étymologie:''' [[Ὄλυμπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''Ὀλύμπιος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[олимпиец]], т. е. (преимущ.) [[Зевс]].<br />[[олимпийский]] ([[Ζεύς|Ζεὺς]] [[πατήρ]] Soph.; δώματα Hom.; γῆ Plut.; [[μὰ τὸν Δία]] τὸν [[Ὀλύμπιον]]! Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Ὀλύμπιος''': -ον, ὁ τοῦ Ὀλύμπου, ὁ ἐν Ὀλύμπῳ οἰκῶν, παρ’ Ὁμ., Ἡσ. καὶ Ἀττ. ποιηταῖς ὡς ἐπίθ. τῶν οὐρανίων θεῶν, [[μάλιστα]] τοῦ Διὸς [[ὅστις]] καλεῖται καὶ [[ἁπλῶς]] [[Ὀλύμπιος]] ἐν Ἰλ. Τ. 108, Ὀδ. Α. 60, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 476, κτλ.· οὕτω, [[Ζεὺς]] πατὴρ Ὀλ. Σοφ. Τρ. 275· ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὁ [[Ζεὺς]] ὁ Ὀλ. Θουκ. 2. 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 99· μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 817· [[Ζεὺς]] ὁ Ὀλ. Θουκ. 3. 14· ὁ Ὀλ. [[Ζεὺς]] Συλλ. Ἐπιγρ. 11· οἱ κωμικοὶ ποιηταὶ ἐκάλουν οὕτω τὸν Περικλέα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 530, πρβλ. Κρατῖν. ἐν «Θρᾴτταις» 1, Τηλεκλείδης ἐν «Ἡσιόδοις» 4· ― Ὀλ. δώματα, τὰ ἐν Ὀλύμπῳ δώματα τῶν θεῶν, Ὅμ., Ἡσ.· ― Ὀλ. ἀστὴρ Ὀππ. Ἁλ. 4. 315· [[ἕδρη]] Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 261. 1.
|lstext='''Ὀλύμπιος''': -ον, ὁ τοῦ Ὀλύμπου, ὁ ἐν Ὀλύμπῳ οἰκῶν, παρ’ Ὁμ., Ἡσ. καὶ Ἀττ. ποιηταῖς ὡς ἐπίθ. τῶν οὐρανίων θεῶν, [[μάλιστα]] τοῦ Διὸς [[ὅστις]] καλεῖται καὶ [[ἁπλῶς]] [[Ὀλύμπιος]] ἐν Ἰλ. Τ. 108, Ὀδ. Α. 60, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 476, κτλ.· οὕτω, [[Ζεύς|Ζεὺς]] πατὴρ Ὀλύμπιος Σοφ. Τρ. 275· ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὁ Ὀλύμπιος Θουκ. 2. 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 99· μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον Ἀριστοφ. Νεφ. 817· [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὁ Ὀλ. Θουκ. 3. 14· ὁ Ὀλ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Συλλ. Ἐπιγρ. 11· οἱ κωμικοὶ ποιηταὶ ἐκάλουν οὕτω τὸν Περικλέα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 530, πρβλ. Κρατῖν. ἐν «Θρᾴτταις» 1, Τηλεκλείδης ἐν «Ἡσιόδοις» 4· ― Ὀλ. δώματα, τὰ ἐν Ὀλύμπῳ δώματα τῶν θεῶν, Ὅμ., Ἡσ.· ― Ὀλ. ἀστὴρ Ὀππ. Ἁλ. 4. 315· [[ἕδρη]] Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 261. 1.
}}
}}
{{bailly
{{Autenrieth
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />de l’Olympe, Olympien <i>ou</i> d’Olympie, Olympique ; ὁ Ὁλύμπιος l’Olympien, <i>càd</i> Zeus.<br />'''Étymologie:''' [[Ὄλυμπος]].
|auten=Olympian, [[dwelling]] on [[Olympus]], [[epithet]] of the gods and [[their]] homes, and as subst. = [[Zeus]], the Olympian.
}}
{{Slater
|sltr=[[Ὀλύμπιος]] (-ιος, -ίοιο, -ίου, -ίῳ, -ιον; -ιοι, -ίων, -ίοισι, -ιοι.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> of Olympos <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>I</b> [[epithet]] of [[Zeus]]. [[Ὀλύμπιος]] ἁγεμὼν (O. 9.57) αἰέναον σέβοντι πατρὸς Ὀλυμπίοιο τιμάν (O. 14.12) πρὸς Ὀλυμπίου [[Διός]] (Pae. 6.1) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> pl., Olympian gods ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα (O. 2.25) ἰὴ ἰὲ βασίλειαν Ὀλυμπίων νύμφαν ἀριστό- ποσιν Πα. 21. 3, 11, 1, 2. δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι, [[ἐπί]] τε κλυτὰν πέμπετε [[χάριν]], θεοί fr. 75. 1. ὦ [[μάκαρ]], ὅν τε μεγάλας θεοῦ [[κύνα]] παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι fr. 96. 3.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>I</b> of ([[Zeus]] of) [[Olympia]] βῶμον παρ' Ὀλύμπιον (O. 10.101) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>II</b> [[epithet]] of [[Zeus]] of [[Olympia]]. τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς [[ἄλσος]] (I. 2.27) εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν [[κάτα]] σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς (I. 6.8) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> Olympian, of games held [[either]] in [[Athens]] or [[Cyrene]]. ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις (cf. Deubner, Att. Feste, 177) (P. 9.101)
}}
{{lsm
|lsmtext='''Ὀλύμπιος:''' -ον, ο Ολύμπιος, αυτός που ανήκει στον Όλυμπο, ο [[κάτοικος]] του Ολύμπου, σε Όμηρ. κ.λπ.· ο Δίας ονομάζεται [[απλώς]] [[Ὀλύμπιος]], στον Όμηρ.· [[Ζεύς|Ζεὺς]] πατὴρ [[Ὀλύμπιος]], σε Σοφ.· ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὁ [[Ὀλύμπιος]], σε Θουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Ὀλύμπιος]], ον,<br />Olympian, of [[Olympus]], [[dwelling]] on [[Olympus]], Hom., etc.; [[Zeus]] is called [[simple]] [[Ὀλύμπιος]] in Hom.; [[Ζεύς|Ζεὺς]] πατὴρ Ὀλ. Soph.; ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὁ Ὀλ. Thuc.
}}
}}
{{Autenrieth
{{trml
|auten=Olympian, [[dwelling]] on [[Olympus]], epith. of the gods and [[their]] homes, and as subst.=[[Zeus]], the Olympian.
|trtx====[[Olympian]]===
Bulgarian: олимпийски; Catalan: olímpic; Danish: olympisk; Finnish: olympolainen; French: [[olympien]]; Georgian: ოლიმპიური; German: [[olympisch]]; Greek: [[ολύμπιος]]; Ancient Greek: [[Ὀλύμπιος]]; Irish: Oilimpeach; Italian: [[olimpiaco]], [[olimpico]], [[olimpio]]; Latin: [[Olympius]]; Portuguese: [[olímpico]]; Romanian: olimpian; Russian: [[олимпийский]]; Spanish: [[olímpico]]; Swedish: olympisk
}}
}}

Latest revision as of 06:39, 25 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὀλῠ́μπῐος Medium diacritics: Ὀλύμπιος Low diacritics: Ολύμπιος Capitals: ΟΛΥΜΠΙΟΣ
Transliteration A: Olýmpios Transliteration B: Olympios Transliteration C: Olympios Beta Code: *)olu/mpios

English (LSJ)

Ὀλύμπιον, Olympian, of Olympus, dwelling on Olympus, epithet of the gods above, Il.1.399, 20.47; οἱ Ὀ. Men.Sam.187; especially of Zeus, who is called simply Ὀλύμπιος in Il.18.79, 22.130, al., Hes.Op.474, etc.; so Ζεὺς πατὴρ Ὀλύμπιος S.Tr.275: in Prose, ὁ Ζεὺς ὁ Ὀλύμπιος Th.2.15, IG 12.39.35, 22.112.7; μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον Ar.Nu.817; Ζεὺς ὁ Ὀλύμπιος Th.3.14; ὁ Ὀλύμπιος Ζεύς Pl.R. 583b; τοι Δι Ὀλυνπιοι SIG9.6 (Elis, vi B. C.); Ὀλύμπιος ἀστήρ Opp.H.4.315; ἕδρη IG9(1).882.1 (Corc.): applied by Com. to Pericles, Ar.Ach.530, cf. Cratin.71, Telecl.17; also Ὀλύμπια δώματα the mansions of Olympus, Il.1.18, al., Hes.Th.75.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
de l'Olympe, Olympien ou d'Olympie, Olympique ; ὁ Ὁλύμπιος l'Olympien, càd Zeus.
Étymologie: Ὄλυμπος.

Russian (Dvoretsky)

Ὀλύμπιος: IIолимпиец, т. е. (преимущ.) Зевс.
олимпийский (Ζεὺς πατήρ Soph.; δώματα Hom.; γῆ Plut.; μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον! Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

Ὀλύμπιος: -ον, ὁ τοῦ Ὀλύμπου, ὁ ἐν Ὀλύμπῳ οἰκῶν, παρ’ Ὁμ., Ἡσ. καὶ Ἀττ. ποιηταῖς ὡς ἐπίθ. τῶν οὐρανίων θεῶν, μάλιστα τοῦ Διὸς ὅστις καλεῖται καὶ ἁπλῶς Ὀλύμπιος ἐν Ἰλ. Τ. 108, Ὀδ. Α. 60, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 476, κτλ.· οὕτω, Ζεὺς πατὴρ Ὀλύμπιος Σοφ. Τρ. 275· ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὁ Ζεὺς ὁ Ὀλύμπιος Θουκ. 2. 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 99· μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον Ἀριστοφ. Νεφ. 817· Ζεὺς ὁ Ὀλ. Θουκ. 3. 14· ὁ Ὀλ. Ζεὺς Συλλ. Ἐπιγρ. 11· οἱ κωμικοὶ ποιηταὶ ἐκάλουν οὕτω τὸν Περικλέα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 530, πρβλ. Κρατῖν. ἐν «Θρᾴτταις» 1, Τηλεκλείδης ἐν «Ἡσιόδοις» 4· ― Ὀλ. δώματα, τὰ ἐν Ὀλύμπῳ δώματα τῶν θεῶν, Ὅμ., Ἡσ.· ― Ὀλ. ἀστὴρ Ὀππ. Ἁλ. 4. 315· ἕδρη Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 261. 1.

English (Autenrieth)

Olympian, dwelling on Olympus, epithet of the gods and their homes, and as subst. = Zeus, the Olympian.

English (Slater)

Ὀλύμπιος (-ιος, -ίοιο, -ίου, -ίῳ, -ιον; -ιοι, -ίων, -ίοισι, -ιοι.)
   a of Olympos
   I epithet of Zeus. Ὀλύμπιος ἁγεμὼν (O. 9.57) αἰέναον σέβοντι πατρὸς Ὀλυμπίοιο τιμάν (O. 14.12) πρὸς Ὀλυμπίου Διός (Pae. 6.1)
   b pl., Olympian gods ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα (O. 2.25) ἰὴ ἰὲ βασίλειαν Ὀλυμπίων νύμφαν ἀριστό- ποσιν Πα. 21. 3, 11, 1, 2. δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι, ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν, θεοί fr. 75. 1. ὦ μάκαρ, ὅν τε μεγάλας θεοῦ κύνα παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι fr. 96. 3.
   b
   I of (Zeus of) Olympia βῶμον παρ' Ὀλύμπιον (O. 10.101)
   II epithet of Zeus of Olympia. τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος (I. 2.27) εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς (I. 6.8)
   c Olympian, of games held either in Athens or Cyrene. ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις (cf. Deubner, Att. Feste, 177) (P. 9.101)

Greek Monotonic

Ὀλύμπιος: -ον, ο Ολύμπιος, αυτός που ανήκει στον Όλυμπο, ο κάτοικος του Ολύμπου, σε Όμηρ. κ.λπ.· ο Δίας ονομάζεται απλώς Ὀλύμπιος, στον Όμηρ.· Ζεὺς πατὴρ Ὀλύμπιος, σε Σοφ.· ὁ ΖεὺςὈλύμπιος, σε Θουκ.

Middle Liddell

Ὀλύμπιος, ον,
Olympian, of Olympus, dwelling on Olympus, Hom., etc.; Zeus is called simple Ὀλύμπιος in Hom.; Ζεὺς πατὴρ Ὀλ. Soph.; ὁ Ζεὺς ὁ Ὀλ. Thuc.

Translations

Olympian

Bulgarian: олимпийски; Catalan: olímpic; Danish: olympisk; Finnish: olympolainen; French: olympien; Georgian: ოლიმპიური; German: olympisch; Greek: ολύμπιος; Ancient Greek: Ὀλύμπιος; Irish: Oilimpeach; Italian: olimpiaco, olimpico, olimpio; Latin: Olympius; Portuguese: olímpico; Romanian: olimpian; Russian: олимпийский; Spanish: olímpico; Swedish: olympisk