παρόρειος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paroreios | |Transliteration C=paroreios | ||
|Beta Code=paro/reios | |Beta Code=paro/reios | ||
|Definition= | |Definition=παρόρειον, ([[ὄρος]]) [[near a mountain]] or [[mountains]], Str.12.8.13, J.''BJ''1.4.7:—written παρόριος, Sch.Il.20.490, 22.190.—The form [[παρώρειος]] found in codd. (as in Str.l.c.) is incorrect, whereas [[παρώρεια]] ([[quod vide|q.v.]]) is the only correct form of the Subst. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0527.png Seite 527]] am Berge, am Gebirge gelegen, befindlich, Ios. u. a. Sp., im subst. τὸ παρόρειον, wie Suid.; vgl. [[παρωρεία]] u. Lob. Phryn. 712. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[παρώρειος]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὄρος]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παρόρειος''': -ον, ([[ὄρος]]) ὁ πλησίον ὄρους, Στράβ. 576, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 4, 7. - Ὁ [[τύπος]] παρώρειος εὑρισκόμενος ἐν Ἀντιγράφοις ([[οἷον]] Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.) [[εἶναι]] ἐσφαλμένος, ἐν ᾧ τὸ [[παρώρεια]] (ὃ ἴδε) [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] ὀρθὸς [[τύπος]] τοῦ οὐσιαστ., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 712. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] σε όρος ή σε όρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄρειος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρος]]), [[πρβλ]]. [[ενόρειος]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρόρειος:''' -ον ([[ὄρος]]), αυτός που βρίσκεται κατά [[μήκος]] του βουνού, σε Στράβ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=παρ-όρειος, ον, [[ὄρος]]<br />[[along]] a [[mountain]], Strab. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
παρόρειον, (ὄρος) near a mountain or mountains, Str.12.8.13, J.BJ1.4.7:—written παρόριος, Sch.Il.20.490, 22.190.—The form παρώρειος found in codd. (as in Str.l.c.) is incorrect, whereas παρώρεια (q.v.) is the only correct form of the Subst.
German (Pape)
[Seite 527] am Berge, am Gebirge gelegen, befindlich, Ios. u. a. Sp., im subst. τὸ παρόρειον, wie Suid.; vgl. παρωρεία u. Lob. Phryn. 712.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. παρώρειος.
Étymologie: παρά, ὄρος.
Greek (Liddell-Scott)
παρόρειος: -ον, (ὄρος) ὁ πλησίον ὄρους, Στράβ. 576, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 4, 7. - Ὁ τύπος παρώρειος εὑρισκόμενος ἐν Ἀντιγράφοις (οἷον Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.) εἶναι ἐσφαλμένος, ἐν ᾧ τὸ παρώρεια (ὃ ἴδε) εἶναι ὁ μόνος ὀρθὸς τύπος τοῦ οὐσιαστ., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 712.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κοντά σε όρος ή σε όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὄρειος (< ὄρος), πρβλ. ενόρειος].
Greek Monotonic
παρόρειος: -ον (ὄρος), αυτός που βρίσκεται κατά μήκος του βουνού, σε Στράβ.