πασπάλη: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paspali
|Transliteration C=paspali
|Beta Code=paspa/lh
|Beta Code=paspa/lh
|Definition=[ᾰ], ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[παιπάλη]], <b class="b2">the finest meal</b>, Hsch., Phot., Suid. s.v. [[ἀλευρότησις]] : metaph., <b class="b3">ὕπνου οὐδὲ π</b>. not <b class="b2">a morsel</b> of sleep, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>91</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], ἡ, = [[παιπάλη]], [[the finest meal]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot., Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀλευρότησις]]: metaph., <b class="b3">ὕπνου οὐδὲ π.</b> not a [[morsel]] of sleep, Ar.''V.''91.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0532.png Seite 532]] ἡ, = [[παιπάλη]], das feinste Mehl, Staubmehl, übtr., ὕπνου οὐδὲ [[πασπάλη]], auch kein Stäubchen oder Körnchen Schlaf, als Bezeichnung des Kleinsten oder Wenigsten, Ar. Vesp. 91, vgl. Moer.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />grain <i>ou</i> farine de millet ; <i>d'où</i> chose minime.<br />'''Étymologie:''' cf. [[παιπάλη]].
}}
{{elnl
|elnltext=πασπάλη -ης, ἡ [~ πάλη] fijn meel; overdr.. ὕπνου οὐδὲ π. nog geen greintje slaap Aristoph. Ve. 91.
}}
{{elru
|elrutext='''πασπάλη:''' ἡ (ср. [[παιπάλη]]) зернышко, пылинка: ὕπνου οὐδὲ πασπάλην ὁρᾶν Arph. не засыпать ни на минуту, не смыкать глаз.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και πάσπαλη, η, και πασπάλι, το, Ν<br />πολύ [[λεπτό]] [[αλεύρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> οποιαδήποτε [[ουσία]] τριμμένη σε λεπτή [[σκόνη]]<br /><b>2.</b> [[σκόνη]], [[κονιορτός]]<br /><b>3.</b> (ειδικά) η λεπτότατη [[άχνη]] που διασκορπίζεται στον [[γύρω]] χώρο ή επικάθεται στα εξαρτήματα του αλευρόμυλου [[κατά]] την [[άλεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κάθε]] [[πράγμα]] σε ελάχιστη [[ποσότητα]] («ὕπνου δ' ὁρᾷ της νυκτὸς οὐδὲ πασπάλην», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστική λ., άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της με το συνώνυμο [[παιπάλη]] «[[λεπτό]] [[αλεύρι]]» οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πασπάλη:''' [ᾰ], ἡ, = [[παιπάλη]], [[πολύ]] ψιλό [[αλεύρι]]· μεταφ., ὕπνου οὐδὲ [[πασπάλη]], [[ούτε]] [[υποψία]] ύπνου, σε Αριστοφ.
}}
{{ls
|lstext='''πασπάλη''': [ᾰ], ἡ, = [[παιπάλη]], τὸ λεπτότατον [[ἄλευρον]], κοινῶς «πάσπαλη», Σουΐδ., Φώτ., κλ.· μεταφορ., ὕπνου οὐδὲ [[πασπάλη]], οὐδὲ βαρχύ τι, οὐδ’ ἐλάχιστόν τι ὕπνου, Ἀριστοφ. Σφ. 91· πρβλ. ἄχνα ἐν τέλ.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">fine flour etc.</b> = [[παιπάλη]], [[πάλη]] (Ar. V. 91 [metaph. of a very small measure], H., Phot., Suid.).<br />Compounds: <b class="b3">πασπαλη-φάγος</b> [[π]].-eating' (Hippon.).<br />Derivatives: Also [[πάσπαλος]] with [[πασπαλέτης]] = [[κέγχρος]] resp. [[κεγχραλέτης]] (Gal.); PN [[Πασπαλᾶς]].<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Popular word of unknown formation; orig. *[<b class="b3">σ]πα-σπάλη</b> with dissim. (Schwyzer 260 a. 334 with Bq a. Curtius) is quite hypothetical. Cf. Masson Hipponax 155 w. n. 2 (one supposed Lyd. origin). - The relation with [[παιπάλη]] is quite unclear.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰσπάλη, ἡ, = [[παιπάλη]]<br />the finest [[meal]]: metaph., ὕπνου οὐδὲ [[πασπάλη]] not a [[morsel]] of [[sleep]], Ar.
}}
{{FriskDe
|ftr='''πασπάλη''': {paspálē}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[feines Mehl]] = [[παιπάλη]], [[πάλη]] (Ar. ''V''. 91 [übertr. von einem sehr kleinen Maß], H., Phot., Suid.);<br />'''Composita''': [[πασπαληφάγος]]’π.-fressend' (Hippon.);<br />'''Derivative''': auch [[πάσπαλος]] mit [[πασπαλέτης]] = [[κέγχρος]] bzw. [[κεγχραλέτης]] (Gal.); PN Πασπαλᾶς.<br />'''Etymology''': Volkstürnliches Wort unklarer Bildung; urspr. *[σ][[πασπάλη]] mit Dissim. (Schwyzer 260 u. 334 mit Bq u. Curtius) ist ganz hypothetisch. Vgl. Masson Hipponax 155 m. A. 2 (über vermeintliche lyd. Herkunft).<br />'''Page''' 2,477
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[πολύ]] λεπτό ἀλεύρι). Ἀντί [[παιπάλη]] πού παράγεται ἀπό τό [[πάλη]] μέ ἀναδιπλασιασμό, τοῦ [[πάλλω]] (=[[χτυπῶ]], [[κουνῶ]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πασπάλη Medium diacritics: πασπάλη Low diacritics: πασπάλη Capitals: ΠΑΣΠΑΛΗ
Transliteration A: paspálē Transliteration B: paspalē Transliteration C: paspali Beta Code: paspa/lh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, = παιπάλη, the finest meal, Hsch., Phot., Suid. s.v. ἀλευρότησις: metaph., ὕπνου οὐδὲ π. not a morsel of sleep, Ar.V.91.

German (Pape)

[Seite 532] ἡ, = παιπάλη, das feinste Mehl, Staubmehl, übtr., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη, auch kein Stäubchen oder Körnchen Schlaf, als Bezeichnung des Kleinsten oder Wenigsten, Ar. Vesp. 91, vgl. Moer.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
grain ou farine de millet ; d'où chose minime.
Étymologie: cf. παιπάλη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πασπάλη -ης, ἡ [~ πάλη] fijn meel; overdr.. ὕπνου οὐδὲ π. nog geen greintje slaap Aristoph. Ve. 91.

Russian (Dvoretsky)

πασπάλη: ἡ (ср. παιπάλη) зернышко, пылинка: ὕπνου οὐδὲ πασπάλην ὁρᾶν Arph. не засыпать ни на минуту, не смыкать глаз.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και πάσπαλη, η, και πασπάλι, το, Ν
πολύ λεπτό αλεύρι
νεοελλ.
1. οποιαδήποτε ουσία τριμμένη σε λεπτή σκόνη
2. σκόνη, κονιορτός
3. (ειδικά) η λεπτότατη άχνη που διασκορπίζεται στον γύρω χώρο ή επικάθεται στα εξαρτήματα του αλευρόμυλου κατά την άλεση
αρχ.
μτφ. κάθε πράγμα σε ελάχιστη ποσότητα («ὕπνου δ' ὁρᾷ της νυκτὸς οὐδὲ πασπάλην», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λ., άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της με το συνώνυμο παιπάλη «λεπτό αλεύρι» οφείλεται σε παρετυμολογία].

Greek Monotonic

πασπάλη: [ᾰ], ἡ, = παιπάλη, πολύ ψιλό αλεύρι· μεταφ., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη, ούτε υποψία ύπνου, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πασπάλη: [ᾰ], ἡ, = παιπάλη, τὸ λεπτότατον ἄλευρον, κοινῶς «πάσπαλη», Σουΐδ., Φώτ., κλ.· μεταφορ., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη, οὐδὲ βαρχύ τι, οὐδ’ ἐλάχιστόν τι ὕπνου, Ἀριστοφ. Σφ. 91· πρβλ. ἄχνα ἐν τέλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: fine flour etc. = παιπάλη, πάλη (Ar. V. 91 [metaph. of a very small measure], H., Phot., Suid.).
Compounds: πασπαλη-φάγος π.-eating' (Hippon.).
Derivatives: Also πάσπαλος with πασπαλέτης = κέγχρος resp. κεγχραλέτης (Gal.); PN Πασπαλᾶς.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Popular word of unknown formation; orig. *[σ]πα-σπάλη with dissim. (Schwyzer 260 a. 334 with Bq a. Curtius) is quite hypothetical. Cf. Masson Hipponax 155 w. n. 2 (one supposed Lyd. origin). - The relation with παιπάλη is quite unclear.

Middle Liddell

πᾰσπάλη, ἡ, = παιπάλη
the finest meal: metaph., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη not a morsel of sleep, Ar.

Frisk Etymology German

πασπάλη: {paspálē}
Grammar: f.
Meaning: feines Mehl = παιπάλη, πάλη (Ar. V. 91 [übertr. von einem sehr kleinen Maß], H., Phot., Suid.);
Composita: πασπαληφάγος’π.-fressend' (Hippon.);
Derivative: auch πάσπαλος mit πασπαλέτης = κέγχρος bzw. κεγχραλέτης (Gal.); PN Πασπαλᾶς.
Etymology: Volkstürnliches Wort unklarer Bildung; urspr. *[σ]πασπάλη mit Dissim. (Schwyzer 260 u. 334 mit Bq u. Curtius) ist ganz hypothetisch. Vgl. Masson Hipponax 155 m. A. 2 (über vermeintliche lyd. Herkunft).
Page 2,477

Mantoulidis Etymological

(=πολύ λεπτό ἀλεύρι). Ἀντί παιπάλη πού παράγεται ἀπό τό πάλη μέ ἀναδιπλασιασμό, τοῦ πάλλω (=χτυπῶ, κουνῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.