ἀκάλυπτος: Difference between revisions
Ἡ φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genus → Natur ist überlegen jedem Unterricht
(big3_2) |
|||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ἀκᾰ́λυπτος | ||
|Medium diacritics=ἀκάλυπτος | |Medium diacritics=ἀκάλυπτος | ||
|Low diacritics=ακάλυπτος | |Low diacritics=ακάλυπτος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akalyptos | |Transliteration C=akalyptos | ||
|Beta Code=a)ka/luptos | |Beta Code=a)ka/luptos | ||
|Definition= | |Definition=ἀκάλυπτον, [[uncovered]], [[unveiled]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''1427, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''489b5, ''1''''Enoch''9.5; <b class="b3">ἐν ἀκαλύπτῳ..βίῳ</b>, of one who has no house over his head, Men.404. Adv. [[ἀκαλύπτως]] [[LXX]] ''3 Ma.''4.6. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-κᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[descubierto]] τοιόνδ' [[ἄγος]] ἀκάλυπτον οὕτω δεικνύναι S.<i>OT</i> 1427, cf. Arist.<i>HA</i> 489<sup>b</sup>5, <i>Apoc.En</i>.9.5, Luc.<i>Am</i>.13, Plu.<i>Cat.Mi</i>.5.<br /><b class="num">2</b> [[desguarnecido]], [[sin hogar]] [[βίος]] Men.<i>Fr</i>.298.6.<br /><b class="num">3</b> adv. [[ἀκαλύπτως]] = [[descubiertamente]], [[abiertamente]] ἄγειν [[LXX]] 3<i>Ma</i>.4.6. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[non voilé]], [[à découvert]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καλύπτω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[unverhüllt]]</i>, [[ἅγος]] ἀκ. δεικνύναι, Soph. <i>O.R</i>. 1427; καὶ [[ταλαίπωρος]] [[βίος]] Men. bei Stob. <i>Flor</i>. 68.4; [[κεφαλή]] Plut. <i>Cat. min</i>. 5. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκάλυπτος:''' (κᾰ) [[неприкрытый]], [[непокрытый]] ([[ἄγος]] Soph.; [[βράγχια]] Arst.: [[κεφαλή]] Plut.): ἀ. [[βίος]] Men. бездомная жизнь. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκάλυπτος''': -ον, ὁ μὴ κεκαλυμμένος, ἀσκεπής, Ο. Τ. 1427, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 5. 2. 2) ἐν ἀκαλύπτῳ… βίῳ, ἐπὶ τοῦ μὴ ἔχοντος στέγην ὑφ᾿ ἣν νὰ κατοικήσῃ, Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 4. - Ἐπίρρ. -τως, Μακκαβ. Γ΄ δ΄, 6. | |lstext='''ἀκάλυπτος''': -ον, ὁ μὴ κεκαλυμμένος, ἀσκεπής, Ο. Τ. 1427, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 5. 2. 2) ἐν ἀκαλύπτῳ… βίῳ, ἐπὶ τοῦ μὴ ἔχοντος στέγην ὑφ᾿ ἣν νὰ κατοικήσῃ, Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 4. - Ἐπίρρ. -τως, Μακκαβ. Γ΄ δ΄, 6. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκάλυπτος]], -ον) [[καλυπτός]]<br /><b>1.</b> όποιος δεν έχει καλυφθεί, [[ασκέπαστος]]<br />«[[πηγάδι]] ακάλυπτο»<br /><b>2.</b> [[γυμνός]]<br />«[[σώμα]] ακάλυπτο», «[[μέλη]] του σώματος ακάλυπτα»<br /><b>3.</b> [[ασκεπής]], [[ξεσκούφωτος]]<br /><b>4.</b> ([[χώρος]]) αδεντροφύτευτος, [[άδεντρος]], [[γυμνός]]<br /><b>5.</b> ([[χώρος]]) που μένει υποχρεωτικά [[ελεύθερος]] [[μεταξύ]] οικοδομών<br /><b>6.</b> ([[οφειλέτης]]) ο [[οποίος]] δεν έχει πληρώσει τα χρέη του<br /><b>7.</b> ([[χαρτονόμισμα]]) [[χωρίς]] το ανάλογο μεταλλικό [[αντίκρυσμα]]<br /><b>8.</b> ([[επιταγή]]) [[χωρίς]] [[αντίκρυσμα]]<br /><b>9.</b> ([[λογαριασμός]]) [[ανοικτός]], που εμφανίζει χρεωστικό [[υπόλοιπο]]<br /><b>10.</b> <i>το ακάλυπτον</i><br />[[τραπεζικός]] όρος που φανερώνει [[υπέρβαση]] πιστώσεως, η οποία έχει ανοιχτεί από την Τράπεζα για κάποιον πελάτη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασκέπαστος]], [[ασκεπής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άστεγος]]<br />«ἐν ἀκαλύπτῳ βίῳ» (Μένανδρ. 404). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκάλυπτος:''' -ον, [[ασκεπής]], [[ξεσκέπαστος]], αυτός που δεν έχει [[σκεπή]] ή [[στέγαστρο]], σε Σοφ. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[uncovered]], [[unveiled]], Soph. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:15, 24 November 2023
English (LSJ)
ἀκάλυπτον, uncovered, unveiled, S.OT1427, Arist.HA489b5, 1'Enoch9.5; ἐν ἀκαλύπτῳ..βίῳ, of one who has no house over his head, Men.404. Adv. ἀκαλύπτως LXX 3 Ma.4.6.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-κᾰ-]
1 descubierto τοιόνδ' ἄγος ἀκάλυπτον οὕτω δεικνύναι S.OT 1427, cf. Arist.HA 489b5, Apoc.En.9.5, Luc.Am.13, Plu.Cat.Mi.5.
2 desguarnecido, sin hogar βίος Men.Fr.298.6.
3 adv. ἀκαλύπτως = descubiertamente, abiertamente ἄγειν LXX 3Ma.4.6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non voilé, à découvert.
Étymologie: ἀ, καλύπτω.
German (Pape)
unverhüllt, ἅγος ἀκ. δεικνύναι, Soph. O.R. 1427; καὶ ταλαίπωρος βίος Men. bei Stob. Flor. 68.4; κεφαλή Plut. Cat. min. 5.
Russian (Dvoretsky)
ἀκάλυπτος: (κᾰ) неприкрытый, непокрытый (ἄγος Soph.; βράγχια Arst.: κεφαλή Plut.): ἀ. βίος Men. бездомная жизнь.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάλυπτος: -ον, ὁ μὴ κεκαλυμμένος, ἀσκεπής, Ο. Τ. 1427, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 5. 2. 2) ἐν ἀκαλύπτῳ… βίῳ, ἐπὶ τοῦ μὴ ἔχοντος στέγην ὑφ᾿ ἣν νὰ κατοικήσῃ, Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 4. - Ἐπίρρ. -τως, Μακκαβ. Γ΄ δ΄, 6.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκάλυπτος, -ον) καλυπτός
1. όποιος δεν έχει καλυφθεί, ασκέπαστος
«πηγάδι ακάλυπτο»
2. γυμνός
«σώμα ακάλυπτο», «μέλη του σώματος ακάλυπτα»
3. ασκεπής, ξεσκούφωτος
4. (χώρος) αδεντροφύτευτος, άδεντρος, γυμνός
5. (χώρος) που μένει υποχρεωτικά ελεύθερος μεταξύ οικοδομών
6. (οφειλέτης) ο οποίος δεν έχει πληρώσει τα χρέη του
7. (χαρτονόμισμα) χωρίς το ανάλογο μεταλλικό αντίκρυσμα
8. (επιταγή) χωρίς αντίκρυσμα
9. (λογαριασμός) ανοικτός, που εμφανίζει χρεωστικό υπόλοιπο
10. το ακάλυπτον
τραπεζικός όρος που φανερώνει υπέρβαση πιστώσεως, η οποία έχει ανοιχτεί από την Τράπεζα για κάποιον πελάτη
αρχ.
1. ασκέπαστος, ασκεπής
2. μτφ. άστεγος
«ἐν ἀκαλύπτῳ βίῳ» (Μένανδρ. 404).
Greek Monotonic
ἀκάλυπτος: -ον, ασκεπής, ξεσκέπαστος, αυτός που δεν έχει σκεπή ή στέγαστρο, σε Σοφ.