ἐναποσημαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
(big3_14)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enaposimaino
|Transliteration C=enaposimaino
|Beta Code=e)naposhmai/nw
|Beta Code=e)naposhmai/nw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">indicate</b> or <b class="b2">point out in</b>, ἱστορίᾳ <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cim.</span>2</span>:—Med., <b class="b2">impress</b> or <b class="b2">stamp on</b> a thing, σεισμοὶ τὴν ἁρμονίαν τῶν ὀρῶν ἐναπεσημήναντο τοῖς τμήμασι <span class="bibl">Philostr. <span class="title">Im.</span>2.17</span>, cf. <span class="bibl">Ph.1.291</span>.</span>
|Definition=[[indicate]] or [[point out in]], ἱστορίᾳ Plu.''Cim.''2:—Med., [[impress]] or [[stamp on]] a thing, σεισμοὶ τὴν ἁρμονίαν τῶν ὀρῶν ἐναπεσημήναντο τοῖς τμήμασι Philostr. ''Im.''2.17, cf. Ph.1.291.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> [[notificar]], [[dar parte de]] πονηρεύματα ... οὐ [[δεῖ]] ... ἐναποσημαίνειν τῇ ἱστορίᾳ Plu.<i>Cim</i>.2, en v. pas. τὰ ἐναποσημεν[όμεν] α ἁλιευτικὰ πλοῖα <i>Stud.Pal</i>.22.183.36 (II d.C.).<br /><b class="num">II</b> en v. med.<br /><b class="num">1</b> [[indicar]], [[marcar]] σεισμοὶ ... τὴν ἁρμονίαν τῶν ὀρῶν ἐναπεσημήναντο τοῖς τμήμασι Philostr.<i>Im</i>.2.17.4.<br /><b class="num">2</b> [[precisar]] ὥσπερ ἐναποσημαινόμενος de un texto bíblico, Ph.1.291.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0828.png Seite 828]] darin andeuten, τῇ ἱστορίᾳ Plut. Cim. 2. – Med., darin wie ein Siegel abdrücken, Clem. Al.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0828.png Seite 828]] darin andeuten, τῇ ἱστορίᾳ Plut. Cim. 2. – Med., darin wie ein Siegel abdrücken, Clem. Al.
}}
{{bailly
|btext=[[montrer dans]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἀποσημαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐναποσημαίνω:''' (в чем-л. или чем-л.) отмечать, показывать воочию (τῇ ἱστορίᾳ Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναποσημαίνω''': [[ἀποσημαίνω]] ἐν, δεικνύω ἔν τινι, ἐναποσημαίνειν τῇ ἱστορίᾳ Πλουτ. Κίμ. 2: ‒ Μέσ., καθάπερ ἡλιακῆς ἀλέας ἐναποσημαίνεταί τι Κλήμ. Ἀλ. 792, Φιλόστρ. 836.
|lstext='''ἐναποσημαίνω''': [[ἀποσημαίνω]] ἐν, δεικνύω ἔν τινι, ἐναποσημαίνειν τῇ ἱστορίᾳ Πλουτ. Κίμ. 2: ‒ Μέσ., καθάπερ ἡλιακῆς ἀλέας ἐναποσημαίνεταί τι Κλήμ. Ἀλ. 792, Φιλόστρ. 836.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=montrer dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἀποσημαίνω]].
|mltxt=[[ἐναποσημαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[δείχνω]] με [[κάτι]] ή σε [[κάτι]], [[σημειώνω]], [[αναφέρω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[αποτυπώνω]] [[κάτι]] σαν με [[σφραγίδα]], [[εντυπώνω]], [[εγχαράσσω]], [[εγγράφω]], [[σταμπάρω]]<br /><b>3.</b> (με παθ. [[σημασία]], αποτυπώνομαι, εγχαράσσομαι, εγγράφομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐναποσημαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[υποδεικνύω]], [[δείχνω]], [[φανερώνω]] μέσα σε, σε Πλούτ.
}}
}}
{{DGE
{{mdlsj
|dgtxt=<b class="num">I</b> [[notificar]], [[dar parte de]] πονηρεύματα ... οὐ [[δεῖ]] ... ἐναποσημαίνειν τῇ ἱστορίᾳ Plu.<i>Cim</i>.2, en v. pas. τὰ ἐναποσημεν[όμεν] α ἁλιευτικὰ πλοῖα <i>Stud.Pal</i>.22.183.36 (II d.C.).<br /><b class="num">II</b> en v. med.<br /><b class="num">1</b> [[indicar]], [[marcar]] σεισμοὶ ... τὴν ἁρμονίαν τῶν ὀρῶν ἐναπεσημήναντο τοῖς τμήμασι Philostr.<i>Im</i>.2.17.4.<br /><b class="num">2</b> [[precisar]] ὥσπερ ἐναποσημαινόμενος de un texto bíblico, Ph.1.291.
|mdlsjtxt=fut. ᾰνῶ<br />to [[indicate]] or [[point]] out in, Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναποσημαίνω Medium diacritics: ἐναποσημαίνω Low diacritics: εναποσημαίνω Capitals: ΕΝΑΠΟΣΗΜΑΙΝΩ
Transliteration A: enaposēmaínō Transliteration B: enaposēmainō Transliteration C: enaposimaino Beta Code: e)naposhmai/nw

English (LSJ)

indicate or point out in, ἱστορίᾳ Plu.Cim.2:—Med., impress or stamp on a thing, σεισμοὶ τὴν ἁρμονίαν τῶν ὀρῶν ἐναπεσημήναντο τοῖς τμήμασι Philostr. Im.2.17, cf. Ph.1.291.

Spanish (DGE)

I notificar, dar parte de πονηρεύματα ... οὐ δεῖ ... ἐναποσημαίνειν τῇ ἱστορίᾳ Plu.Cim.2, en v. pas. τὰ ἐναποσημεν[όμεν] α ἁλιευτικὰ πλοῖα Stud.Pal.22.183.36 (II d.C.).
II en v. med.
1 indicar, marcar σεισμοὶ ... τὴν ἁρμονίαν τῶν ὀρῶν ἐναπεσημήναντο τοῖς τμήμασι Philostr.Im.2.17.4.
2 precisar ὥσπερ ἐναποσημαινόμενος de un texto bíblico, Ph.1.291.

German (Pape)

[Seite 828] darin andeuten, τῇ ἱστορίᾳ Plut. Cim. 2. – Med., darin wie ein Siegel abdrücken, Clem. Al.

French (Bailly abrégé)

montrer dans, τινι.
Étymologie: ἐν, ἀποσημαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐναποσημαίνω: (в чем-л. или чем-л.) отмечать, показывать воочию (τῇ ἱστορίᾳ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποσημαίνω: ἀποσημαίνω ἐν, δεικνύω ἔν τινι, ἐναποσημαίνειν τῇ ἱστορίᾳ Πλουτ. Κίμ. 2: ‒ Μέσ., καθάπερ ἡλιακῆς ἀλέας ἐναποσημαίνεταί τι Κλήμ. Ἀλ. 792, Φιλόστρ. 836.

Greek Monolingual

ἐναποσημαίνω (Α)
1. δείχνω με κάτι ή σε κάτι, σημειώνω, αναφέρω
2. μέσ. αποτυπώνω κάτι σαν με σφραγίδα, εντυπώνω, εγχαράσσω, εγγράφω, σταμπάρω
3. (με παθ. σημασία, αποτυπώνομαι, εγχαράσσομαι, εγγράφομαι.

Greek Monotonic

ἐναποσημαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, υποδεικνύω, δείχνω, φανερώνω μέσα σε, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ
to indicate or point out in, Plut.