ἀφλοισμός: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(big3_8)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=afloismos
|Transliteration C=afloismos
|Beta Code=a)floismo/s
|Beta Code=a)floismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">foaming at the mouth</b>, <b class="b3">ἀφλοισμὸς δὲ περὶ στόμα γίγνετο</b>, of an angry man, <span class="bibl">Il.15.607</span>, cf. <span class="bibl">Euph.51.4</span>. (Cf. <b class="b3">πεφλοιδέναι, ἔφλιδεν</b>, Hsch.) </span>
|Definition=ὁ, [[foaming at the mouth]], <b class="b3">ἀφλοισμὸς δὲ περὶ στόμα γίγνετο</b>, of an angry man, Il.15.607, cf. Euph.51.4. (Cf. [[πεφλοιδέναι]], [[ἔφλιδεν]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]])
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. -οῖο Orph.<i>L</i>.481]<br /><b class="num">1</b> [[espuma]], [[espumarajos]] de un hombre encolerizado ἀ. δὲ περὶ στόμα γίγνετο <i>Il</i>.15.607.<br /><b class="num">2</b> [[acción de echar espuma]] ref. a un ataque epiléptico ὑπὸ σφετέρου πεπαλαγμένοι ἀφλοισμοῖο Orph.l.c.<br /><b class="num">• Etimología:</b> N. de acción en -σμός, c. vocalismo <i>o</i> y rel. c. φλιδάω q.u.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0413.png Seite 413]] ὁ, Il. 15, 607 περὶ [[στόμα]] γίγνετο, von einem Wüthenden, Schaum. Geifer. Andere erkl. Zähneknirschen. Hängt wohl mit [[φλοῖσβος]] zusammen, w. m. s.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0413.png Seite 413]] ὁ, Il. 15, 607 περὶ [[στόμα]] γίγνετο, von einem Wüthenden, Schaum. Geifer. Andere erkl. Zähneknirschen. Hängt wohl mit [[φλοῖσβος]] zusammen, w. m. s.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[écume autour de la bouche d'un homme furieux]].<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., R. Φλυ couler.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφλοισμός:''' ὁ [[пена]] (περὶ [[στόμα]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφλοισμός''': ὁ, ἐν Ἰλ. Ο. 607, ἐπὶ ὠργισμένου ἀνθρώπου, ἀφλοισμὸς δὲ περὶ [[στόμα]] γίγνετο, πιθ. (ἐκ τοῦ α εὐφων.) = [[φλοῖσβος]], [[πάφλασμα]], τὸ [[φύρδην]] τὰ ῥήματα ἐκβάλλειν τοῦ στόματος· καθ’ Ἡσύχ. «[[ἀφλοισμός]]· ἀφρὸς» (πρβλ. Ὀρφ. Λιθ. 475). [[Κατὰ]] τὸ Μ. Ἐτυμ. (177, 48) «… ἤ παρὰ τὸ [[ἀφρίζω]], ἀφρισμὸς… ἤ παρὰ τὸ [[φλέω]], φλοισμὸς καὶ [[ἀφλοισμός]], ἔτι δὲ [[ψόφος]] [[ποιός]], ἤ [[ἀφρός]]». Πρβλ. τὸ [[ῥῆμα]] [[φλέω]].
|lstext='''ἀφλοισμός''': ὁ, ἐν Ἰλ. Ο. 607, ἐπὶ ὠργισμένου ἀνθρώπου, ἀφλοισμὸς δὲ περὶ [[στόμα]] γίγνετο, πιθ. (ἐκ τοῦ α εὐφων.) = [[φλοῖσβος]], [[πάφλασμα]], τὸ [[φύρδην]] τὰ ῥήματα ἐκβάλλειν τοῦ στόματος· καθ’ Ἡσύχ. «[[ἀφλοισμός]]· ἀφρὸς» (πρβλ. Ὀρφ. Λιθ. 475). [[Κατὰ]] τὸ Μ. Ἐτυμ. (177, 48) «… ἤ παρὰ τὸ [[ἀφρίζω]], ἀφρισμὸς… ἤ παρὰ τὸ [[φλέω]], φλοισμὸς καὶ [[ἀφλοισμός]], ἔτι δὲ [[ψόφος]] [[ποιός]], ἤ [[ἀφρός]]». Πρβλ. τὸ [[ῥῆμα]] [[φλέω]].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />écume autour de la bouche d’un homme furieux.<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., R. Φλυ couler.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[foam]], [[froth]], Il. 15.607†.
|auten=[[foam]], [[froth]], Il. 15.607†.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-οῦ, <br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. -οῖο Orph.<i>L</i>.481]<br /><b class="num">1</b> [[espuma]], [[espumarajos]] de un hombre encolerizado ἀ. δὲ περὶ στόμα γίγνετο <i>Il</i>.15.607.<br /><b class="num">2</b> [[acción de echar espuma]] ref. a un ataque epiléptico ὑπὸ σφετέρου πεπαλαγμένοι ἀφλοισμοῖο Orph.l.c.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> N. de acción en -σμός, c. vocalismo <i>o</i> y rel. c. φλιδάω q.u.
|mltxt=[[ἀφλοισμός]], ο (Α)<br />οι αφροί που βγάζει [[κανείς]] από το [[στόμα]] όταν [[είναι]] [[έξαλλος]] από θυμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Άπαξ ειρημένη» ομηρική [[λέξη]] (Ιλ. Ο 607) που έχει ερμηνευθεί από τους σχολιαστές ως [[παράλληλος]], πιθ. [[αιτωλικός]], τ. του [[αφρός]]. Πρόκειται για δηλωτική ενέργειας [[λέξη]] σε -<i>σμός</i>, το [[θέμα]] της οποίας (<i>φλοιδ</i>-) αποτελεί την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>bhl</i>-<i>ei</i>-<i>d</i>- (παρεκτεταμένη [[μορφή]] της αρχικής ρίζας <i>bhlei</i>- «[[φουσκώνω]], [[ξεχειλίζω]], [[γεμίζω]]»)<br />[[πρβλ]]. [[επίσης]] τις «γλώσσες» του Ησυχίου: «<i>έφλιδεν</i><br />διέρρεεν», «[[διαπέφλοιδεν]]<br />διακέχυται», «[[πεφλοιδέναι]]<br />φλυκταινούσθαι» ([[πρβλ]]. και λ. [[φλιδώ]]). Το αρκτικό <i>α</i>- του [[αφλοισμός]] ερμηνεύεται ως προθεματικό, αθροιστικό (επιτατικό) [[στοιχείο]], αν δεν οφείλεται σε αναλογική [[επίδραση]] του τ. [[αφρός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀφλοισμός:''' ὁ, λέγεται για οργισμένο άνθρωπο, [[τραύλισμα]] ή πιθ. άφρισμα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[foaming at the mouth]] (Ο 607).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Possibly verbal noun in <b class="b3">-σμός</b> to <b class="b3">ἔφλιδεν διέρρεεν</b>; <b class="b3">διαπέφλοιδεν διακέχυται</b>; <b class="b3">πεφλοιδέναι φλυκταινοῦσθαι</b> H. etc., s. [[φλιδάω]]. With [[ἀ-]] copulative? Or after [[ἀφρός]]?
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=of an [[angry]] man, spluttering or perhaps [[foaming]], Il.
}}
{{FriskDe
|ftr='''ἀφλοισμός''': {aphloismós}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Schaum]], [[Geifer]] (Ο 607).<br />'''Etymology''': Verbalnomen auf -σμός zu ἔφλιδεν· διέρρεεν, [[διαπέφλοιδεν]]· διακέχυται, πεφλοιδέναι· φλυκταινοῦσθαι H. usw., s. [[φλιδάω]]. Anlaut. ἀ- ist als copulativ (intensiv) zu erklären, sofern man nicht vorzieht, Kontamination mit dem synonymen [[ἀφρός]] anzunehmen.<br />'''Page''' 1,196
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφλοισμός Medium diacritics: ἀφλοισμός Low diacritics: αφλοισμός Capitals: ΑΦΛΟΙΣΜΟΣ
Transliteration A: aphloismós Transliteration B: aphloismos Transliteration C: afloismos Beta Code: a)floismo/s

English (LSJ)

ὁ, foaming at the mouth, ἀφλοισμὸς δὲ περὶ στόμα γίγνετο, of an angry man, Il.15.607, cf. Euph.51.4. (Cf. πεφλοιδέναι, ἔφλιδεν, Hsch.)

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Morfología: [gen. -οῖο Orph.L.481]
1 espuma, espumarajos de un hombre encolerizado ἀ. δὲ περὶ στόμα γίγνετο Il.15.607.
2 acción de echar espuma ref. a un ataque epiléptico ὑπὸ σφετέρου πεπαλαγμένοι ἀφλοισμοῖο Orph.l.c.
• Etimología: N. de acción en -σμός, c. vocalismo o y rel. c. φλιδάω q.u.

German (Pape)

[Seite 413] ὁ, Il. 15, 607 περὶ στόμα γίγνετο, von einem Wüthenden, Schaum. Geifer. Andere erkl. Zähneknirschen. Hängt wohl mit φλοῖσβος zusammen, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
écume autour de la bouche d'un homme furieux.
Étymologie: ἀ- prosth., R. Φλυ couler.

Russian (Dvoretsky)

ἀφλοισμός:пена (περὶ στόμα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀφλοισμός: ὁ, ἐν Ἰλ. Ο. 607, ἐπὶ ὠργισμένου ἀνθρώπου, ἀφλοισμὸς δὲ περὶ στόμα γίγνετο, πιθ. (ἐκ τοῦ α εὐφων.) = φλοῖσβος, πάφλασμα, τὸ φύρδην τὰ ῥήματα ἐκβάλλειν τοῦ στόματος· καθ’ Ἡσύχ. «ἀφλοισμός· ἀφρὸς» (πρβλ. Ὀρφ. Λιθ. 475). Κατὰ τὸ Μ. Ἐτυμ. (177, 48) «… ἤ παρὰ τὸ ἀφρίζω, ἀφρισμὸς… ἤ παρὰ τὸ φλέω, φλοισμὸς καὶ ἀφλοισμός, ἔτι δὲ ψόφος ποιός, ἤ ἀφρός». Πρβλ. τὸ ῥῆμα φλέω.

English (Autenrieth)

foam, froth, Il. 15.607†.

Greek Monolingual

ἀφλοισμός, ο (Α)
οι αφροί που βγάζει κανείς από το στόμα όταν είναι έξαλλος από θυμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Άπαξ ειρημένη» ομηρική λέξη (Ιλ. Ο 607) που έχει ερμηνευθεί από τους σχολιαστές ως παράλληλος, πιθ. αιτωλικός, τ. του αφρός. Πρόκειται για δηλωτική ενέργειας λέξη σε -σμός, το θέμα της οποίας (φλοιδ-) αποτελεί την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας bhl-ei-d- (παρεκτεταμένη μορφή της αρχικής ρίζας bhlei- «φουσκώνω, ξεχειλίζω, γεμίζω»)
πρβλ. επίσης τις «γλώσσες» του Ησυχίου: «έφλιδεν
διέρρεεν», «διαπέφλοιδεν
διακέχυται», «πεφλοιδέναι
φλυκταινούσθαι» (πρβλ. και λ. φλιδώ). Το αρκτικό α- του αφλοισμός ερμηνεύεται ως προθεματικό, αθροιστικό (επιτατικό) στοιχείο, αν δεν οφείλεται σε αναλογική επίδραση του τ. αφρός].

Greek Monotonic

ἀφλοισμός: ὁ, λέγεται για οργισμένο άνθρωπο, τραύλισμα ή πιθ. άφρισμα, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: foaming at the mouth (Ο 607).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Possibly verbal noun in -σμός to ἔφλιδεν διέρρεεν; διαπέφλοιδεν διακέχυται; πεφλοιδέναι φλυκταινοῦσθαι H. etc., s. φλιδάω. With ἀ- copulative? Or after ἀφρός?

Middle Liddell

of an angry man, spluttering or perhaps foaming, Il.

Frisk Etymology German

ἀφλοισμός: {aphloismós}
Grammar: m.
Meaning: Schaum, Geifer (Ο 607).
Etymology: Verbalnomen auf -σμός zu ἔφλιδεν· διέρρεεν, διαπέφλοιδεν· διακέχυται, πεφλοιδέναι· φλυκταινοῦσθαι H. usw., s. φλιδάω. Anlaut. ἀ- ist als copulativ (intensiv) zu erklären, sofern man nicht vorzieht, Kontamination mit dem synonymen ἀφρός anzunehmen.
Page 1,196