προσηλόω: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(10)
 
mNo edit summary
 
(33 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosiloo
|Transliteration C=prosiloo
|Beta Code=proshlo/w
|Beta Code=proshlo/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">nail, rivet, fix to</b>, [<b class="b3">Ἰξίονα] τῷ τροχῷ</b> E.ap.Plu.<span class="bibl">2.19e</span>; σταυρῷ τινα <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>2.14.9</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Prom.</span>2</span>; ἐν δέλτῳ γεγραμμένα π. <span class="title">IG</span> 12(2).35b19 (Mytilene): metaph., ψυχὴν πρὸς τὸ σῶμα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>83d</span>, cf. <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>2.6</span>: c. acc. pers., <b class="b2">crucify</b>, Plu.2.206a:—Pass., <b class="b2">to be fastened by nails</b>, IG22.1640.7, 14.759; of persons, = [[προσπασσαλεύω]], <span class="bibl">D.21.105</span>; τοῖς ζυγοῖς τῶν πλοίων προσηλωμένοι τοὺς τραχήλους <span class="bibl">LXX <span class="title">3 Ma.</span>4.9</span>: metaph., Herod.Med. ap. Orib.<span class="title">Fr.</span>106; of the soul, π. φθαρτικαῖς ὕλαις <span class="bibl">Ph.1.237</span>; προσηλωθέντα, εἰ χρὴ φάναι, τῷ θεῷ <span class="bibl">Porph. <span class="title">Abst.</span>1.57</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">nail up</b>, τὰ παρασκήνια <span class="bibl">D.21.17</span>:—Pass., <b class="b3">τὸ ἐργαστήριον σανιδίοις προσηλοῦσθαι</b> to be boarded up, <span class="title">SIG</span>799.26 (Cyzicus, i A.D.).</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[nail]], [[rivet]], [[fix to]], [Ἰξίονα] τῷ τροχῷ E.ap.Plu.2.19e; σταυρῷ τινα J.BJ2.14.9, cf. Luc.Prom.2; ἐν δέλτῳ γεγραμμένα π. IG 12(2).35b19 (Mytilene): metaph., ψυχὴν πρὸς τὸ σῶμα Pl.Phd.83d, cf. Iamb.Myst.2.6: c. acc. pers., [[crucify]], Plu.2.206a:—Pass., to [[be fastened by nails]], IG22.1640.7, 14.759; of persons, = [[προσπασσαλεύω]], D.21.105; τοῖς ζυγοῖς τῶν πλοίων προσηλωμένοι τοὺς τραχήλους [[LXX]] 3 Ma.4.9: metaph., Herod.Med. ap. Orib.Fr.106; of the soul, π. φθαρτικαῖς ὕλαις Ph.1.237; προσηλωθέντα, εἰ χρὴ φάναι, τῷ θεῷ Porph. Abst.1.57.<br><span class="bld">II</span> [[nail up]], τὰ παρασκήνια D.21.17:—Pass., τὸ ἐργαστήριον σανιδίοις προσηλοῦσθαι to [[be boarded up]], SIG799.26 (Cyzicus, i A.D.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0764.png Seite 764]] annageln, übertr., woran befestigen, τὶ [[πρός]] τι, Plat. Phaed. 83 d; Καυκάσῳ προσηλωμένος, Luc. D. D. 1, 1 Prom. 2; – vernageln, Dem. 21, 17.
}}
{{bailly
|btext=[[προσηλῶ]] :<br /><b>1</b> [[fixer avec des clous]], [[clouer]] : τί τινι clouer une ch. à une autre ; <i>particul.</i> crucifier;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> clouer à, attacher à, <i>avec</i> [[πρός]] et l'acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἡλόω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-ηλόω vastnagelen:; χρύσεα ἐν τῷ νηῷ π. gouden plaatjes vastnagelen in de tempel Luc. 44.60; overdr..; ἑκάστη ἡδονὴ καὶ λύπη... προσηλοῖ αὐτὴν πρὸς τὸ σῶμα elke vreugde of verdriet nagelt de ziel vast aan het lichaam Plat. Phaed. 83d; dichtspijkeren:. π. τὰ παρασκήνια de zij-ingangen dichtspijkeren Dem. 21.17.
}}
{{elru
|elrutext='''προσηλόω:'''<br /><b class="num">1</b> [[пригвождать]], [[приколачивать]] (τι πρός τι Plat. и τί τινι Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[сколачивать]], [[сбивать]] (τὰ [[παρασκήνια]] Dem.);<br /><b class="num">3</b> [[распинать]] (τινας σταυροῖς Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''προσηλόω''': καρφώνω τι εἴς τι, στερεώνω, τί τινι, τι [[πρός]] τι Πλάτ. Φαίδων 83D, Λουκ. Προμ. 2. ΙΙ. καρφώνω τι, τὰ [[παρασκήνια]] φράττων, προσηλῶν, καθηλῶν, καρφώνων, Δημ. 520. 19· ― Παθ., καρφώνομαι δι’ ἥλων, Συλλ. Ἐπιγρ. 159. 8., 5788. 21· ἐπὶ προσώπων, καρφώνομαι εἰς σανίδα, (πρβλ. [[προσπασσαλεύω]]), καὶ μονονοὺ προσηλῶσθαι Δημ. 449, 1· καὶ ἐν τοῖς Ρωμαϊκοῖς χρόνοις, σταυρώνομαι, καρφώνομαι ἐπὶ σταυροῦ, Φίλων 1. 237, 687, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 8. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσήλωσαν· προσέπηξαν· ἐσταύρωσαν», καὶ «προσήλωται· ἀνεσταύρωται».
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[πρός]] and a derivative of [[ἧλος]]; to [[peg]] to, i.e. [[spike]] [[fast]]: [[nail]] to.
}}
{{Thayer
|txtha=προσήλω: 1st aorist participle προσηλώσας; to [[fasten]] [[with]] nails to, [[nail]] to (cf. [[πρός]], IV:4): τί τῷ σταυρῷ, [[Plato]], [[Demosthenes]], [[Polybius]], Diodorus, [[Philo]], Josephus, [[Plutarch]], Lucian, others.)
}}
{{grml
|mltxt=προσηλῶ, [[προσηλόω]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[στερεώνω]] με καρφιά, [[καρφώνω]] (α. «ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας», Ακολ. Μεγ. Παρασκ.<br />β. «Καυκάσῳ προσηλωμένος», Λουκ.<br />γ. «τῷ τροχῷ προσηλῶσαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με το [[βλέμμα]] ή την [[προσοχή]]) [[κατευθύνω]] [[σταθερά]] και αποκλειστικά [[κάπου]] ή σε [[κάτι]] (α. «προσήλωσε το [[βλέμμα]] της [[επάνω]] του με [[απορία]]» β. «τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ἀπάγων καί τῷ θεῷ προσηλῶν», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσηλώνομαι</i> και <i>προσηλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[προσέχω]] εντατικά, αφοσιώνομαι, αφιερώνομαι εντελώς σε [[κάτι]], απορροφώμαι από αυτό (α. «ώς το [[τέλος]] έμεινε προσηλωμένος στο [[καθήκον]] του» β. «προσηλωμένος στο [[πρόβλημα]] της ζωής και του θανάτου», Παπαντ.<br />γ. «ψυχὴ ἐὰν μῂ ἔχῃ τὴν [[πλάστιγγα]] τῶν λογισμῶν... προσηλωμένην ἀσφαλῶς τῷ νόμῳ τοῦ θεοῦ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καρφώνω]] σε σταυρό, [[σταυρώνω]]<br /><b>2.</b> [[καρφώνω]] σε [[σανίδα]]<br /><b>3.</b> [[φράζω]] [[τελείως]] καρφώνοντας σανίδες («τὰ [[παρασκήνια]] φράττων, προσηλῶν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἡλῶ</i>, -<i>όω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἧλος]] «[[καρφί]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσηλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καρφώνω]], [[καρφιτσώνω]], <i>τί τινι</i>, τι [[πρός]] τι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[στερεώνω]] [[κάτι]] [[σφιχτά]], τὰ [[παρασκήνια]], σε Δημ. — Παθ., καρφώνομαι, στερεώνομαι με καρφιά, στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ώσω<br /><b class="num">I.</b> to [[nail]], pin, or fix to, τί τινι, τι πρός τι Plat.<br /><b class="num">II.</b> to [[nail]] up, τὰ [[παρασκήνια]] Dem.:—Pass. to [[be nailed]] to a [[plank]], Dem.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':proshlÒw 普羅士-誒羅哦<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':向-釘<br />'''字義溯源''':釘牢於,以木釘釘牢,釘於⋯上,釘上;由([[πρός]])=向著)與([[ἧλος]])*=飾釘)組成;而 ([[πρός]])出自([[πρό]])*=前)<br />'''出現次數''':總共(1);西(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 釘於⋯上(1) 西2:14
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[καρφώνω]]). Ἀπό τό πρός + [[ἡλόω]] -ῶ πού παράγεται ἀπό τό [[ἧλος]] (=[[καρφί]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[προσήλωσις]] (=[[σταύρωση]], [[ἀφοσίωση]]). (Τό [[ρῆμα]] δέ βρίσκεται ἁπλό [[ἀλλά]] μόνο [[σύνθετο]]: καθηλῶ καί προσηλῶ).
}}
}}

Latest revision as of 18:39, 1 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσηλόω Medium diacritics: προσηλόω Low diacritics: προσηλόω Capitals: ΠΡΟΣΗΛΟΩ
Transliteration A: prosēlóō Transliteration B: prosēloō Transliteration C: prosiloo Beta Code: proshlo/w

English (LSJ)

A nail, rivet, fix to, [Ἰξίονα] τῷ τροχῷ E.ap.Plu.2.19e; σταυρῷ τινα J.BJ2.14.9, cf. Luc.Prom.2; ἐν δέλτῳ γεγραμμένα π. IG 12(2).35b19 (Mytilene): metaph., ψυχὴν πρὸς τὸ σῶμα Pl.Phd.83d, cf. Iamb.Myst.2.6: c. acc. pers., crucify, Plu.2.206a:—Pass., to be fastened by nails, IG22.1640.7, 14.759; of persons, = προσπασσαλεύω, D.21.105; τοῖς ζυγοῖς τῶν πλοίων προσηλωμένοι τοὺς τραχήλους LXX 3 Ma.4.9: metaph., Herod.Med. ap. Orib.Fr.106; of the soul, π. φθαρτικαῖς ὕλαις Ph.1.237; προσηλωθέντα, εἰ χρὴ φάναι, τῷ θεῷ Porph. Abst.1.57.
II nail up, τὰ παρασκήνια D.21.17:—Pass., τὸ ἐργαστήριον σανιδίοις προσηλοῦσθαι to be boarded up, SIG799.26 (Cyzicus, i A.D.).

German (Pape)

[Seite 764] annageln, übertr., woran befestigen, τὶ πρός τι, Plat. Phaed. 83 d; Καυκάσῳ προσηλωμένος, Luc. D. D. 1, 1 Prom. 2; – vernageln, Dem. 21, 17.

French (Bailly abrégé)

προσηλῶ :
1 fixer avec des clous, clouer : τί τινι clouer une ch. à une autre ; particul. crucifier;
2 fig. clouer à, attacher à, avec πρός et l'acc..
Étymologie: πρός, ἡλόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ηλόω vastnagelen:; χρύσεα ἐν τῷ νηῷ π. gouden plaatjes vastnagelen in de tempel Luc. 44.60; overdr..; ἑκάστη ἡδονὴ καὶ λύπη... προσηλοῖ αὐτὴν πρὸς τὸ σῶμα elke vreugde of verdriet nagelt de ziel vast aan het lichaam Plat. Phaed. 83d; dichtspijkeren:. π. τὰ παρασκήνια de zij-ingangen dichtspijkeren Dem. 21.17.

Russian (Dvoretsky)

προσηλόω:
1 пригвождать, приколачивать (τι πρός τι Plat. и τί τινι Luc.);
2 сколачивать, сбивать (τὰ παρασκήνια Dem.);
3 распинать (τινας σταυροῖς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προσηλόω: καρφώνω τι εἴς τι, στερεώνω, τί τινι, τι πρός τι Πλάτ. Φαίδων 83D, Λουκ. Προμ. 2. ΙΙ. καρφώνω τι, τὰ παρασκήνια φράττων, προσηλῶν, καθηλῶν, καρφώνων, Δημ. 520. 19· ― Παθ., καρφώνομαι δι’ ἥλων, Συλλ. Ἐπιγρ. 159. 8., 5788. 21· ἐπὶ προσώπων, καρφώνομαι εἰς σανίδα, (πρβλ. προσπασσαλεύω), καὶ μονονοὺ προσηλῶσθαι Δημ. 449, 1· καὶ ἐν τοῖς Ρωμαϊκοῖς χρόνοις, σταυρώνομαι, καρφώνομαι ἐπὶ σταυροῦ, Φίλων 1. 237, 687, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 8. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσήλωσαν· προσέπηξαν· ἐσταύρωσαν», καὶ «προσήλωται· ἀνεσταύρωται».

English (Strong)

from πρός and a derivative of ἧλος; to peg to, i.e. spike fast: nail to.

English (Thayer)

προσήλω: 1st aorist participle προσηλώσας; to fasten with nails to, nail to (cf. πρός, IV:4): τί τῷ σταυρῷ, Plato, Demosthenes, Polybius, Diodorus, Philo, Josephus, Plutarch, Lucian, others.)

Greek Monolingual

προσηλῶ, προσηλόω, ΝΜΑ
1. στερεώνω με καρφιά, καρφώνω (α. «ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας», Ακολ. Μεγ. Παρασκ.
β. «Καυκάσῳ προσηλωμένος», Λουκ.
γ. «τῷ τροχῷ προσηλῶσαι», Ευρ.)
2. μτφ. (σχετικά με το βλέμμα ή την προσοχή) κατευθύνω σταθερά και αποκλειστικά κάπου ή σε κάτι (α. «προσήλωσε το βλέμμα της επάνω του με απορία» β. «τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ἀπάγων καί τῷ θεῷ προσηλῶν», Ιωάνν. Χρυσ.)
3. μέσ. προσηλώνομαι και προσηλοῦμαι, -όομαι
προσέχω εντατικά, αφοσιώνομαι, αφιερώνομαι εντελώς σε κάτι, απορροφώμαι από αυτό (α. «ώς το τέλος έμεινε προσηλωμένος στο καθήκον του» β. «προσηλωμένος στο πρόβλημα της ζωής και του θανάτου», Παπαντ.
γ. «ψυχὴ ἐὰν μῂ ἔχῃ τὴν πλάστιγγα τῶν λογισμῶν... προσηλωμένην ἀσφαλῶς τῷ νόμῳ τοῦ θεοῦ», Ιωάνν. Χρυσ.)
μσν.-αρχ.
1. καρφώνω σε σταυρό, σταυρώνω
2. καρφώνω σε σανίδα
3. φράζω τελείως καρφώνοντας σανίδες («τὰ παρασκήνια φράττων, προσηλῶν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἡλῶ, -όω (< ἧλος «καρφί»)].

Greek Monotonic

προσηλόω: μέλ. -ώσω,
I. καρφώνω, καρφιτσώνω, τί τινι, τι πρός τι, σε Πλάτ.
II. στερεώνω κάτι σφιχτά, τὰ παρασκήνια, σε Δημ. — Παθ., καρφώνομαι, στερεώνομαι με καρφιά, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ώσω
I. to nail, pin, or fix to, τί τινι, τι πρός τι Plat.
II. to nail up, τὰ παρασκήνια Dem.:—Pass. to be nailed to a plank, Dem.

Chinese

原文音譯:proshlÒw 普羅士-誒羅哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向-釘
字義溯源:釘牢於,以木釘釘牢,釘於⋯上,釘上;由(πρός)=向著)與(ἧλος)*=飾釘)組成;而 (πρός)出自(πρό)*=前)
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編
1) 釘於⋯上(1) 西2:14

Mantoulidis Etymological

(=καρφώνω). Ἀπό τό πρός + ἡλόω -ῶ πού παράγεται ἀπό τό ἧλος (=καρφί).
Παράγωγα: προσήλωσις (=σταύρωση, ἀφοσίωση). (Τό ρῆμα δέ βρίσκεται ἁπλό ἀλλά μόνο σύνθετο: καθηλῶ καί προσηλῶ).