πυώδης: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pyodis | |Transliteration C=pyodis | ||
|Beta Code=puw/dhs | |Beta Code=puw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=πυῶδες, ([[πύον]]) [[like pus]], [[πτύελον]], [[οὖρον]], Hp.''Prog.''18,19; [[οὐρήσιες]] [[varia lectio|v.l.]] (ap.Gal.16.754) for [[ἀφρώδεες]] in ''Prorrh.''1.113; θρόμβοι Aret. ''SD''2.3, cf. ''Hippiatr.''6,al.: metaph., M.Ant.3.8. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0826.png Seite 826]] ες, eiterartig, eiternd, Sp. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />[[purulent]].<br />'''Étymologie:''' [[πῦον]], -ωδης. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πυώδης''': -ες, ([[πύον]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[πύον]], [[πτύαλον]], [[οὔρησις]] Ἱππ. Προγν. 43, κτλ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, ΝΜΑ [[πύον]]<br />ό,τι έχει όψη ή [[σύσταση]] πύου ή ό,τι [[είναι]] ανάμικτο με [[πύον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[πυώδης]] [[φλεγμονή]]» — [[φλεγμονή]] που παράγει [[πύον]]<br />β) «[[πυώδης]] [[νεφρίτιδα]]» — [[πυώδης]] [[φλεγμονή]] τών νεφρών<br />γ) «[[πυώδης]] [[εστία]]» — το [[σημείο]] από το οποίο παράγεται και στο οποίο συγκεντρώνεται το [[πύον]]<br />δ) «[[πυώδης]] [[μόλυνση]]» — [[μόλυνση]] που προκαλείται από πυογόνα μικρόβια. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πυώδης -ες [πύον] [[pusachtig]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
πυῶδες, (πύον) like pus, πτύελον, οὖρον, Hp.Prog.18,19; οὐρήσιες v.l. (ap.Gal.16.754) for ἀφρώδεες in Prorrh.1.113; θρόμβοι Aret. SD2.3, cf. Hippiatr.6,al.: metaph., M.Ant.3.8.
German (Pape)
[Seite 826] ες, eiterartig, eiternd, Sp.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
purulent.
Étymologie: πῦον, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
πυώδης: -ες, (πύον) ὅμοιος πρὸς πύον, πτύαλον, οὔρησις Ἱππ. Προγν. 43, κτλ.
Greek Monolingual
-ῶδες, ΝΜΑ πύον
ό,τι έχει όψη ή σύσταση πύου ή ό,τι είναι ανάμικτο με πύον
νεοελλ.
φρ. α) «πυώδης φλεγμονή» — φλεγμονή που παράγει πύον
β) «πυώδης νεφρίτιδα» — πυώδης φλεγμονή τών νεφρών
γ) «πυώδης εστία» — το σημείο από το οποίο παράγεται και στο οποίο συγκεντρώνεται το πύον
δ) «πυώδης μόλυνση» — μόλυνση που προκαλείται από πυογόνα μικρόβια.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυώδης -ες [πύον] pusachtig.