στραγγός: Difference between revisions
ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης → to give light to them that sit in darkness and in the shadow of death to guide our feet into the way of peace | to shine on those who live in darkness and the shadow of death, to guide our feet into the way of peace
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=straggos | |Transliteration C=straggos | ||
|Beta Code=straggo/s | |Beta Code=straggo/s | ||
|Definition= | |Definition=στραγγή, στραγγόν,<br><span class="bld">A</span> [[twisted]], [[crooked]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot., Suid.<br><span class="bld">II</span> [[complicated]], [[irregular]], πυρετοί Ruf. ap. Orib.8.24.30: Comp., <b class="b3">αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν -ότεραί εἰσιν</b> [[more violent]] or [[serious]], Cass.''Pr.'' 14.<br><span class="bld">2</span> [[shameless]], Phot., Suid.<br><span class="bld">III</span> ([[στράγξ]]) [[flowing drop by drop]], κάθαρσις Sor.1.2, al.: Comp., Antyll. ap. Orib.8.6.6, Sor.1.27. Adv. [[στραγγῶς]], καθαίρεσθαι ib.31.—In [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot., Suid. written [[στραγός]]; in cod. Sor. [[στραγκός]]: Comp. στραγώτερος Antyll. ap. Orib.l.c., Phot. (-ότερος Suid.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0950.png Seite 950]] gedreht, gewunden, krumm, auch [[στραγός]] geschrieben, VLL., die [[στρεβλός]], [[ἄτακτος]] erkl., auch [[δύσκολος]], [[ἀναιδής]]. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[exprimé goutte à goutte]], [[qui coule lentement]], [[lent]].<br />'''Étymologie:''' [[στράγξ]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στραγγός''': -ή, -όν, (ἴδε [[στράγξ]]), συνεστραμμένος, [[σκολιός]], διεστραμμένος, Φώτ. «[[στρεβλός]], ἄτακτος» Ἡσύχ., Σουΐδ. ΙΙ. μεταφορ., συνεστραμμένος, [[πολύπλοκος]], [[ἀνώμαλος]], Ἰατρ. 2) [[ἀναιδής]], Βασίλ. - Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. [[ἐνίοτε]] φέρεται [[ἡμαρτημένως]] στραγός. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[στραγός]], -ή, -όν, ΜΑ [[στράγξ]], -<i>γγός</i>]<br /><b>1.</b> [[στριμμένος]], συνεστραμμένος<br /><b>2.</b> [[ακανόνιστος]], [[ασταθής]] («στραγγοὶ πυρετοί»)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αναιδής]]<br /><b>4.</b> αυτός που ρέει [[αργά]], [[σταγόνα]] [[σταγόνα]]<br /><b>5.</b> (για [[πάθηση]]) [[σοβαρός]] («αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν στραγγότεραί εἰσιν», Κασσ. Πρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στραγγῶς</i> Α<br />[[στάγδην]], [[σταγόνα]] [[σταγόνα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:17, 25 August 2023
English (LSJ)
στραγγή, στραγγόν,
A twisted, crooked, Hsch., Phot., Suid.
II complicated, irregular, πυρετοί Ruf. ap. Orib.8.24.30: Comp., αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν -ότεραί εἰσιν more violent or serious, Cass.Pr. 14.
2 shameless, Phot., Suid.
III (στράγξ) flowing drop by drop, κάθαρσις Sor.1.2, al.: Comp., Antyll. ap. Orib.8.6.6, Sor.1.27. Adv. στραγγῶς, καθαίρεσθαι ib.31.—In Hsch., Phot., Suid. written στραγός; in cod. Sor. στραγκός: Comp. στραγώτερος Antyll. ap. Orib.l.c., Phot. (-ότερος Suid.).
German (Pape)
[Seite 950] gedreht, gewunden, krumm, auch στραγός geschrieben, VLL., die στρεβλός, ἄτακτος erkl., auch δύσκολος, ἀναιδής.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
exprimé goutte à goutte, qui coule lentement, lent.
Étymologie: στράγξ.
Greek (Liddell-Scott)
στραγγός: -ή, -όν, (ἴδε στράγξ), συνεστραμμένος, σκολιός, διεστραμμένος, Φώτ. «στρεβλός, ἄτακτος» Ἡσύχ., Σουΐδ. ΙΙ. μεταφορ., συνεστραμμένος, πολύπλοκος, ἀνώμαλος, Ἰατρ. 2) ἀναιδής, Βασίλ. - Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε φέρεται ἡμαρτημένως στραγός.
Greek Monolingual
και στραγός, -ή, -όν, ΜΑ στράγξ, -γγός]
1. στριμμένος, συνεστραμμένος
2. ακανόνιστος, ασταθής («στραγγοὶ πυρετοί»)
3. (για πρόσ.) αναιδής
4. αυτός που ρέει αργά, σταγόνα σταγόνα
5. (για πάθηση) σοβαρός («αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν στραγγότεραί εἰσιν», Κασσ. Πρ.).
επίρρ...
στραγγῶς Α
στάγδην, σταγόνα σταγόνα.