ἀνάπηρος: Difference between revisions

From LSJ

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
(strοng)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(27 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anapiros
|Transliteration C=anapiros
|Beta Code=a)na/phros
|Beta Code=a)na/phros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">maimed, mutilated</b>, <span class="bibl">Hermipp.35</span>, <span class="bibl">Lys.24.13</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cri.</span> 53a</span>, etc.; ψυχὴ ἀ. πρὸς ἀλήθειαν <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>535d</span>; ἀνάπηρα θύειν Id.<span class="title">Alc.</span>2.149a, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>773a13</span>, al. Adv. -ρως Zonar. (Sts. spelt <b class="b3">ἀνάπειρος</b> in codd., <span class="bibl">LXX <span class="title">To.</span>14.2</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span>14.13</span>,<span class="bibl">21</span>, cf. <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.13</span> B.) </span>
|Definition=ἀνάπηρον, [[maimed]], [[mutilated]], Hermipp.35, Lys.24.13, Pl.Cri. 53a, etc.; ψυχὴ ἀνάπηρος πρὸς ἀλήθειαν Id.R.535d; ἀνάπηρα [[θύειν]] Id.Alc.2.149a, cf. Arist.PA773a13, al. Adv. [[ἀναπήρως]] = [[with mutilation]], [[in a crippled manner]] Zonar. (sometimes spelt [[ἀνάπειρος]] in codd., [[LXX]] To.14.2, Ev.Luc.14.13,21, cf. Phryn.PSp.13 B.)
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἀνάπειρος]] [[LXX]] <i>To</i>.14.2<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[mutilado]], [[lisiado]] [[ἀνάπηρα]] ... βούδια Hermipp.35, χωλὸν καὶ ἀνάπηρον ἄνθρωπον Plu.2.194c, [[ἀνάπειρος]] τοῖς ὀφθαλμοῖς [[LXX]] <i>To</i>.14.2, cf. Lys.24.13, Pl.<i>Cri</i>.53a, Aeschin.1.183, Arist.<i>GA</i> 775<sup>a</sup>4, πούς Teles p.60.3, D.C.36.6.1, D.L.6.33, <i>Eu.Luc</i>.14.13, 21<br /><b class="num"></b>fig. ἀνάπηρον ψυχήν Pl.<i>R</i>.535d.<br /><b class="num">2</b> [[débil]], [[canijo]] [[γίννος]], τοῦτο δ' ἐστὶν ἡμίονος [[ἀνάπηρος]] Arist.<i>GA</i> 748<sup>b</sup>34, cf. D.Chr.3.21.<br /><b class="num">3</b> subst. [[ἀνάπηρα]] = [[animales defectuosos]] ἀνάπηρα θύουσιν Pl.<i>Alc</i>.2.149a, prob. Antipho Soph.B 39.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀναπήρως]] = [[con mutilación]] Zonar.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0201.png Seite 201]] verstümmelt, verkrüppelt, χωλοὶ καὶ τυφλοὶ καὶ ἄλλοι ἀνάπηροι Plat. Crit. 53 a; βοίδια Hermipp. Ath. XII, 551 b; übertr., ψυχὴ πρὸς ἀλήθειαν ἀνάπ. Plat. Rep. VII, 535 d; ἀνάπηρον ποιεῖσθαι Aesch. 1, 183, = folgdm.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0201.png Seite 201]] verstümmelt, verkrüppelt, χωλοὶ καὶ τυφλοὶ καὶ ἄλλοι ἀνάπηροι Plat. Crit. 53 a; βοίδια Hermipp. Ath. XII, 551 b; übertr., ψυχὴ πρὸς ἀλήθειαν ἀνάπ. Plat. Rep. VII, 535 d; ἀνάπηρον ποιεῖσθαι Aesch. 1, 183, = folgdm.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ἀνάπηρος''': -ον, ὁ πεπηρωμένος [[μέλει]] τινὶ τοῦ σώματος, ἠκρωτηριασμένος, [[κολοβός]], Τουρκ. «σακάτης», ἀνάπηρα ... βούδια Ἕρμιπ. ἐν «Κέρκωψιν» 1, Λυσ. 169. 26, Πλάτ. Κρίτων 53Α, κτλ.· ψυχὴ ἀν. πρὸς ἀλήθειαν ὁ αὐτ. Πολ. 535D· ἀνάπηρα θύειν ὁ αὐτ. Ἀλκ. ΙΙ. 149Α· [[συχν]]. παρ’ Ἀριστ. - Ἐπίρρ. -ρως Ζωναρ.
|btext=ος, ον :<br />estropié, infirme;<br />[[NT]]: (spécial.) privé d'un membre du [[corps]], mutilé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πηρός]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />estropié, infirme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πηρός]].
|elrutext='''ἀνάπηρος:''' [[увечный]], [[искалеченный]], [[изуродованный]] (χωλοὶ καὶ τυφλοὶ καὶ ἄλλοι ἀνάπηροι Plat.; ἀσθενὴς καὶ ἀνάπηρος Arst.): πρὸς ἀλήθειαν ἀνάπηρος Plat. невосприимчивый к истине.
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἀνάπειρος]] LXX <i>To</i>.14.2<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[mutilado]], [[lisiado]] ἀνάπηρα ... βούδια Hermipp.35, χωλὸν καὶ ἀνάπηρον ἄνθρωπον Plu.2.194c, [[ἀνάπειρος]] τοῖς ὀφθαλμοῖς LXX <i>To</i>.14.2, cf. Lys.24.13, Pl.<i>Cri</i>.53a, Aeschin.1.183, Arist.<i>GA</i> 775<sup>a</sup>4, πούς Teles p.60.3, D.C.36.6.1, D.L.6.33, <i>Eu.Luc</i>.14.13, 21<br /><b class="num">•</b>fig. ἀνάπηρον ψυχήν Pl.<i>R</i>.535d.<br /><b class="num">2</b> [[débil]], [[canijo]] [[γίννος]], τοῦτο δ' ἐστὶν ἡμίονος [[ἀνάπηρος]] Arist.<i>GA</i> 748<sup>b</sup>34, cf. D.Chr.3.21.<br /><b class="num">3</b> subst. ἀνάπηρα [[animales defectuosos]] ἀνάπηρα θύουσιν Pl.<i>Alc</i>.2.149a, prob. Antipho Soph.B 39.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[con mutilación]] Zonar.
|lstext='''ἀνάπηρος''': -ον, ὁ πεπηρωμένος [[μέλει]] τινὶ τοῦ σώματος, ἠκρωτηριασμένος, [[κολοβός]], Τουρκ. «[[σακάτης]]», ἀνάπηρα ... βούδια Ἕρμιπ. ἐν «Κέρκωψιν» 1, Λυσ. 169. 26, Πλάτ. Κρίτων 53Α, κτλ.· ψυχὴ ἀν. πρὸς ἀλήθειαν ὁ αὐτ. Πολ. 535D· ἀνάπηρα θύειν ὁ αὐτ. Ἀλκ. ΙΙ. 149Α· συχν. παρ’ Ἀριστ. - Ἐπίρρ. -ρως Ζωναρ.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[ἀνά]] (in the [[sense]] of [[intensity]]) and peros ([[maimed]]); [[crippled]]: [[maimed]].
|strgr=from [[ἀνά]] (in the [[sense]] of [[intensity]]) and peros ([[maimed]]); [[crippled]]: [[maimed]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάπηρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[αρτιμελής]], ακρωτηριασμένος, [[σακάτης]]<br /><b>2.</b> ο [[ελλιπής]], ο [[ανίκανος]] για [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει πνευματική ή ψυχική [[τελειότητα]], [[αρτιότητα]]<br /><b>2.</b> ο [[ανίκανος]] για [[εργασία]] λόγω αναπηρίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανά</i> <span style="color: red;">+</span> [[πηρός]] «αυτός που έχει [[βλάβη]] σε κάποιο [[μέλος]] του σώματός του».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναπηρία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀναπηρόω|ἀναπηρῶ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάπηρος:''' -ον, [[ακρωτηριασμένος]], [[σακατεμένος]], [[ανάπηρος]], σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[much]] [[maimed]], [[crippled]], Plat., etc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[crippled]], [[disabled]], [[maimed]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[σακάτης]]). Ἀπό τό ἀνά + [[πηρός]] (=[[ἀκρωτηριασμένος]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀναπηροῦμαι, [[ἀναπηρία]].
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπηρος Medium diacritics: ἀνάπηρος Low diacritics: ανάπηρος Capitals: ΑΝΑΠΗΡΟΣ
Transliteration A: anápēros Transliteration B: anapēros Transliteration C: anapiros Beta Code: a)na/phros

English (LSJ)

ἀνάπηρον, maimed, mutilated, Hermipp.35, Lys.24.13, Pl.Cri. 53a, etc.; ψυχὴ ἀνάπηρος πρὸς ἀλήθειαν Id.R.535d; ἀνάπηρα θύειν Id.Alc.2.149a, cf. Arist.PA773a13, al. Adv. ἀναπήρως = with mutilation, in a crippled manner Zonar. (sometimes spelt ἀνάπειρος in codd., LXX To.14.2, Ev.Luc.14.13,21, cf. Phryn.PSp.13 B.)

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): tb. ἀνάπειρος LXX To.14.2
I 1mutilado, lisiado ἀνάπηρα ... βούδια Hermipp.35, χωλὸν καὶ ἀνάπηρον ἄνθρωπον Plu.2.194c, ἀνάπειρος τοῖς ὀφθαλμοῖς LXX To.14.2, cf. Lys.24.13, Pl.Cri.53a, Aeschin.1.183, Arist.GA 775a4, πούς Teles p.60.3, D.C.36.6.1, D.L.6.33, Eu.Luc.14.13, 21
fig. ἀνάπηρον ψυχήν Pl.R.535d.
2 débil, canijo γίννος, τοῦτο δ' ἐστὶν ἡμίονος ἀνάπηρος Arist.GA 748b34, cf. D.Chr.3.21.
3 subst. ἀνάπηρα = animales defectuosos ἀνάπηρα θύουσιν Pl.Alc.2.149a, prob. Antipho Soph.B 39.
II adv. ἀναπήρως = con mutilación Zonar.

German (Pape)

[Seite 201] verstümmelt, verkrüppelt, χωλοὶ καὶ τυφλοὶ καὶ ἄλλοι ἀνάπηροι Plat. Crit. 53 a; βοίδια Hermipp. Ath. XII, 551 b; übertr., ψυχὴ πρὸς ἀλήθειαν ἀνάπ. Plat. Rep. VII, 535 d; ἀνάπηρον ποιεῖσθαι Aesch. 1, 183, = folgdm.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
estropié, infirme;
NT: (spécial.) privé d'un membre du corps, mutilé.
Étymologie: ἀνά, πηρός.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάπηρος: увечный, искалеченный, изуродованный (χωλοὶ καὶ τυφλοὶ καὶ ἄλλοι ἀνάπηροι Plat.; ἀσθενὴς καὶ ἀνάπηρος Arst.): πρὸς ἀλήθειαν ἀνάπηρος Plat. невосприимчивый к истине.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπηρος: -ον, ὁ πεπηρωμένος μέλει τινὶ τοῦ σώματος, ἠκρωτηριασμένος, κολοβός, Τουρκ. «σακάτης», ἀνάπηρα ... βούδια Ἕρμιπ. ἐν «Κέρκωψιν» 1, Λυσ. 169. 26, Πλάτ. Κρίτων 53Α, κτλ.· ψυχὴ ἀν. πρὸς ἀλήθειαν ὁ αὐτ. Πολ. 535D· ἀνάπηρα θύειν ὁ αὐτ. Ἀλκ. ΙΙ. 149Α· συχν. παρ’ Ἀριστ. - Ἐπίρρ. -ρως Ζωναρ.

English (Strong)

from ἀνά (in the sense of intensity) and peros (maimed); crippled: maimed.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάπηρος, -ον)
1. αυτός που δεν είναι αρτιμελής, ακρωτηριασμένος, σακάτης
2. ο ελλιπής, ο ανίκανος για κάτι
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει πνευματική ή ψυχική τελειότητα, αρτιότητα
2. ο ανίκανος για εργασία λόγω αναπηρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανά + πηρός «αυτός που έχει βλάβη σε κάποιο μέλος του σώματός του».
ΠΑΡ. αναπηρία
αρχ.
ἀναπηρῶ].

Greek Monotonic

ἀνάπηρος: -ον, ακρωτηριασμένος, σακατεμένος, ανάπηρος, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

much maimed, crippled, Plat., etc.

English (Woodhouse)

crippled, disabled, maimed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=σακάτης). Ἀπό τό ἀνά + πηρός (=ἀκρωτηριασμένος). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀναπηροῦμαι, ἀναπηρία.