αλίσκομαι: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
(2)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁλίσκομαι]] (Α)<br />ελλειπτικό παθητικό [[ρήμα]] που έχει ως ενεργητικό το <i>αἱρῶ</i> (το <i>ἁλίσκω</i> μόνο στην [[παροιμία]] «[[ἐλέφας]] μῦν οὐχ ἁλίσκει</i>»)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα, τόπους, πράγματα) κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, αιχμαλωτίζομαι, [[πέφτω]] στα χέρια του εχθρού<br /><b>2.</b> (για ζώα) πιάνομαι σε [[κυνήγι]]<br /><b>3.</b> κατανικώμαι, καταβάλλομαι<br /><b>4.</b> (με καλή σημ.) κερδίζομαι, κατορθώνομαι<br /><b>5.</b> κυριεύομαι από ερωτικό ή [[άλλο]] [[πάθος]], δαμάζομαι<br /><b>6.</b> συλλαμβάνομαι επ’ αυτοφώρω, πιάνομαι τη [[στιγμή]] που [[κάνω]] [[κάτι]], αποδεικνύομαι ως [[δράστης]]<br /><b>7.</b> (ως αττ. δικαν. όρος) κηρύσσομαι [[ένοχος]], καταδικάζομαι.<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[ἁλίσκομαι]] θανάτῳ», [[πεθαίνω]]<br />«[[ἁλίσκομαι]] θανάτου», καταδικάζομαι σε θάνατο<br />«ἁλοῡσα [[δίκη]]», [[καταδίκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελλειπτικό παθητικό ρ., του οποίου ο [[αντίστοιχος]] [[ενεργητικός]] τ. (<i>ἁλίσκω</i>) [[είναι]] [[μεταγενέστερος]] και πολύ [[σπάνιος]]. Το ομηρικό [[μέτρο]], [[καθώς]] και ορισμένοι διαλεκτικοί τ. (<b>[[πρβλ]].</b> θεσσαλ. <i>Fαλίσσκεται</i> και αρκαδ. <i>Fαλόντοις</i>) επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αρκτικού <i>F</i> στο θ. του ρήματος. Η δάσυνση του ρημ. μπορεί να οφείλεται σε [[επίδραση]] τών τ. <i>αἱρῶ</i> και [[εἷλον]], ενώ το [[πρόσφυμα]] -<i>ισκ</i>-, με το οποίο σχηματίζεται (<i>Fαλ</i>-<i>ίσκ</i>-<i>ομαι</i>), δηλώνει [[συνήθως]] [[ολοκλήρωση]] της ρηματικής ενέργειας. Ετυμολογικά το ρ. [[είναι]] συγγενές με την λ. <i>εἵλωτες</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εFελωτες</i>), τον τ. [[εἷλον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>εFελον</i>, <b>βλ.</b> <i>αἱρῶ</i>), το γοτθ. <i>wilwan</i> «[[αρπάζω]], [[λαφυραγωγώ]])», <b>πιθ.</b> με το λατ. <i>vello</i> «[[ξεριζώνω]], [[μαδώ]]» και συνδέεται [[συνήθως]] με την IE ρ. <i>sel</i>- / <i>swel</i>- «[[παίρνω]], [[αρπάζω]]». Ο [[μέλλοντας]] (<i>ἁλώσομαι</i>), [[αόριστος]] (<i>ἑάλων</i>) και [[παρακείμενος]] ([[ἑάλωκα]]) του ρήματος σχηματίζονται με θεματικό [[φωνήεν]] -<i>ω</i>- [[αντί]] του συνήθους -<i>η</i>-. Ο τ. του αορίστου <i>ἑάλων</i> προήλθε από αρχικό τ. <i>ἠ</i>-<i>F</i><i>ӑ</i> -<i>λων</i> (το αρκτικό -<i>ἠ</i>- χρονική [[αύξηση]]) με σίγηση του ενδοφωνηεντικού <i>F</i> (<i>ἠ</i><i>ӑ</i> - <i>λων</i>) και [[αντιμεταχώρηση]] (<i>ἑάλων</i>)<br />η δάσυνση του τ. αναλογικά [[προς]] τον ενεστώτα.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἅλωσις]] <b>αρχ.</b> [[ἁλωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀνθαλίσκομαι]], [[ἐναλίσκομαι]], [[παραλίσκομαι]], [[προσαλίσκομαι]].
|mltxt=[[ἁλίσκομαι]] (Α)<br />ελλειπτικό παθητικό [[ρήμα]] που έχει ως ενεργητικό το <i>αἱρῶ</i> (το <i>ἁλίσκω</i> μόνο στην [[παροιμία]] «[[ἐλέφας]] μῦν οὐχ ἁλίσκει</i>»)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα, τόπους, πράγματα) κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, αιχμαλωτίζομαι, [[πέφτω]] στα χέρια του εχθρού<br /><b>2.</b> (για ζώα) πιάνομαι σε [[κυνήγι]]<br /><b>3.</b> κατανικώμαι, καταβάλλομαι<br /><b>4.</b> (με καλή σημ.) κερδίζομαι, κατορθώνομαι<br /><b>5.</b> κυριεύομαι από ερωτικό ή [[άλλο]] [[πάθος]], δαμάζομαι<br /><b>6.</b> συλλαμβάνομαι επ’ αυτοφώρω, πιάνομαι τη [[στιγμή]] που [[κάνω]] [[κάτι]], αποδεικνύομαι ως [[δράστης]]<br /><b>7.</b> (ως αττ. δικαν. όρος) κηρύσσομαι [[ένοχος]], καταδικάζομαι.<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[ἁλίσκομαι]] θανάτῳ», [[πεθαίνω]]<br />«[[ἁλίσκομαι]] θανάτου», καταδικάζομαι σε θάνατο<br />«ἁλοῡσα [[δίκη]]», [[καταδίκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελλειπτικό παθητικό ρ., του οποίου ο [[αντίστοιχος]] [[ενεργητικός]] τ. (<i>ἁλίσκω</i>) [[είναι]] [[μεταγενέστερος]] και πολύ [[σπάνιος]]. Το ομηρικό [[μέτρο]], [[καθώς]] και ορισμένοι διαλεκτικοί τ. (πρβλ. θεσσαλ. <i>Fαλίσσκεται</i> και αρκαδ. <i>Fαλόντοις</i>) επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αρκτικού <i>F</i> στο θ. του ρήματος. Η δάσυνση του ρημ. μπορεί να οφείλεται σε [[επίδραση]] τών τ. <i>αἱρῶ</i> και [[εἷλον]], ενώ το [[πρόσφυμα]] -<i>ισκ</i>-, με το οποίο σχηματίζεται (<i>Fαλ</i>-<i>ίσκ</i>-<i>ομαι</i>), δηλώνει [[συνήθως]] [[ολοκλήρωση]] της ρηματικής ενέργειας. Ετυμολογικά το ρ. [[είναι]] συγγενές με την λ. <i>εἵλωτες</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εFελωτες</i>), τον τ. [[εἷλον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>εFελον</i>, <b>βλ.</b> <i>αἱρῶ</i>), το γοτθ. <i>wilwan</i> «[[αρπάζω]], [[λαφυραγωγώ]])», <b>πιθ.</b> με το λατ. <i>vello</i> «[[ξεριζώνω]], [[μαδώ]]» και συνδέεται [[συνήθως]] με την IE ρ. <i>sel</i>- / <i>swel</i>- «[[παίρνω]], [[αρπάζω]]». Ο [[μέλλοντας]] (<i>ἁλώσομαι</i>), [[αόριστος]] (<i>ἑάλων</i>) και [[παρακείμενος]] ([[ἑάλωκα]]) του ρήματος σχηματίζονται με θεματικό [[φωνήεν]] -<i>ω</i>- [[αντί]] του συνήθους -<i>η</i>-. Ο τ. του αορίστου <i>ἑάλων</i> προήλθε από αρχικό τ. <i>ἠ</i>-<i>F</i><i>ӑ</i> -<i>λων</i> (το αρκτικό -<i>ἠ</i>- χρονική [[αύξηση]]) με σίγηση του ενδοφωνηεντικού <i>F</i> (<i>ἠ</i><i>ӑ</i> - <i>λων</i>) και [[αντιμεταχώρηση]] (<i>ἑάλων</i>)<br />η δάσυνση του τ. αναλογικά [[προς]] τον ενεστώτα.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἅλωσις]] <b>αρχ.</b> [[ἁλωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀνθαλίσκομαι]], [[ἐναλίσκομαι]], [[παραλίσκομαι]], [[προσαλίσκομαι]].
}}
}}

Revision as of 10:50, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἁλίσκομαι (Α)
ελλειπτικό παθητικό ρήμα που έχει ως ενεργητικό το αἱρῶ (το ἁλίσκω μόνο στην παροιμία «ἐλέφας μῦν οὐχ ἁλίσκει»)
1. (για πρόσωπα, τόπους, πράγματα) κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, αιχμαλωτίζομαι, πέφτω στα χέρια του εχθρού
2. (για ζώα) πιάνομαι σε κυνήγι
3. κατανικώμαι, καταβάλλομαι
4. (με καλή σημ.) κερδίζομαι, κατορθώνομαι
5. κυριεύομαι από ερωτικό ή άλλο πάθος, δαμάζομαι
6. συλλαμβάνομαι επ’ αυτοφώρω, πιάνομαι τη στιγμή που κάνω κάτι, αποδεικνύομαι ως δράστης
7. (ως αττ. δικαν. όρος) κηρύσσομαι ένοχος, καταδικάζομαι.
8. φρ. «ἁλίσκομαι θανάτῳ», πεθαίνω
«ἁλίσκομαι θανάτου», καταδικάζομαι σε θάνατο
«ἁλοῡσα δίκη», καταδίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελλειπτικό παθητικό ρ., του οποίου ο αντίστοιχος ενεργητικός τ. (ἁλίσκω) είναι μεταγενέστερος και πολύ σπάνιος. Το ομηρικό μέτρο, καθώς και ορισμένοι διαλεκτικοί τ. (πρβλ. θεσσαλ. Fαλίσσκεται και αρκαδ. Fαλόντοις) επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αρκτικού F στο θ. του ρήματος. Η δάσυνση του ρημ. μπορεί να οφείλεται σε επίδραση τών τ. αἱρῶ και εἷλον, ενώ το πρόσφυμα -ισκ-, με το οποίο σχηματίζεται (Fαλ-ίσκ-ομαι), δηλώνει συνήθως ολοκλήρωση της ρηματικής ενέργειας. Ετυμολογικά το ρ. είναι συγγενές με την λ. εἵλωτες (< εFελωτες), τον τ. εἷλον (< εFελον, βλ. αἱρῶ), το γοτθ. wilwan «αρπάζω, λαφυραγωγώ)», πιθ. με το λατ. vello «ξεριζώνω, μαδώ» και συνδέεται συνήθως με την IE ρ. sel- / swel- «παίρνω, αρπάζω». Ο μέλλοντας (ἁλώσομαι), αόριστος (ἑάλων) και παρακείμενος (ἑάλωκα) του ρήματος σχηματίζονται με θεματικό φωνήεν -ω- αντί του συνήθους -η-. Ο τ. του αορίστου ἑάλων προήλθε από αρχικό τ. -Fӑ -λων (το αρκτικό -- χρονική αύξηση) με σίγηση του ενδοφωνηεντικού F (ӑ - λων) και αντιμεταχώρηση (ἑάλων)
η δάσυνση του τ. αναλογικά προς τον ενεστώτα.
ΠΑΡ. ἅλωσις αρχ. ἁλωτός.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀνθαλίσκομαι, ἐναλίσκομαι, παραλίσκομαι, προσαλίσκομαι.