αλλοίος: Difference between revisions

From LSJ

πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλλοῖος]], -α, -ον (Α) (συγκριτικά αλλοιότερος και αλλοιέστερος)<br /><b>1.</b> ο άλλου είδους, άλλης φύσεως, [[αλλιώτικος]], [[διαφορετικός]]<br /><b>2.</b> (κατ’ ευφημισμό) [[αντί]] του [[κακός]]<br /><b>3.</b> ο υποκείμενος σε [[διαφοροποίηση]]<br /><b>4.</b> <b>επίρρ.</b> άλλοίως, [[κατά]] [[άλλο]] τρόπο, διαφορετικά<br />(στον συγκριτικό) <i>ἀλλοιότερον</i> και <i>ἀλλοιοτέρως</i>, [[χειρότερα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλλος]]<br />το [[επίθημα]] <i>–οῖος</i> αναλογικά [[προς]] τα [[ποῖος]], [[τοῖος]], [[οἷος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλλοιότης]], [[ἀλλοιώδης]], [[ἀλλοιωπός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ἀλλοιῶ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλλοιώνω]], [[αλλοιώτικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀλλοιόμορφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀλλοιόστροφος]], [[ἀλλοιοσχήμων]], [[ἀλλοιότροπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλλοιόσχημος]]].
|mltxt=[[ἀλλοῖος]], -α, -ον (Α) (συγκριτικά αλλοιότερος και αλλοιέστερος)<br /><b>1.</b> ο άλλου είδους, άλλης φύσεως, [[αλλιώτικος]], [[διαφορετικός]]<br /><b>2.</b> (κατ’ ευφημισμό) [[αντί]] του [[κακός]]<br /><b>3.</b> ο υποκείμενος σε [[διαφοροποίηση]]<br /><b>4.</b> <b>επίρρ.</b> άλλοίως, [[κατά]] [[άλλο]] τρόπο, διαφορετικά<br />(στον συγκριτικό) <i>ἀλλοιότερον</i> και <i>ἀλλοιοτέρως</i>, [[χειρότερα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλλος]]<br />το [[επίθημα]] <i>–οῖος</i> αναλογικά [[προς]] τα [[ποῖος]], [[τοῖος]], [[οἷος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλλοιότης]], [[ἀλλοιώδης]], [[ἀλλοιωπός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ἀλλοιῶ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλλοιώνω]], [[αλλοιώτικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀλλοιόμορφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀλλοιόστροφος]], [[ἀλλοιοσχήμων]], [[ἀλλοιότροπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλλοιόσχημος]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀλλοῖος, -α, -ον (Α) (συγκριτικά αλλοιότερος και αλλοιέστερος)
1. ο άλλου είδους, άλλης φύσεως, αλλιώτικος, διαφορετικός
2. (κατ’ ευφημισμό) αντί του κακός
3. ο υποκείμενος σε διαφοροποίηση
4. επίρρ. άλλοίως, κατά άλλο τρόπο, διαφορετικά
(στον συγκριτικό) ἀλλοιότερον και ἀλλοιοτέρως, χειρότερα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλλος
το επίθημα –οῖος αναλογικά προς τα ποῖος, τοῖος, οἷος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοιότης, ἀλλοιώδης, ἀλλοιωπός
αρχ.-μσν.
ἀλλοιῶ
νεοελλ.
αλλοιώνω, αλλοιώτικος.
ΣΥΝΘ. ἀλλοιόμορφος
αρχ.
ἀλλοιόστροφος, ἀλλοιοσχήμων, ἀλλοιότροπος
νεοελλ.
αλλοιόσχημος].