εμπειρία: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(11)
 
m (Text replacement - "πολλοῡ" to "πολλοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐμπειρία]])<br /><b>1.</b> η [[γνώση]] η οποία στηρίζεται στην [[πείρα]] (σε [[αντίθεση]] [[προς]] τη [[θεωρία]]) («έχει [[εμπειρία]] του θέματος ή επί του θέματος», «[[ἐμπειρία]] τών πραγμάτων»)<br /><b>2.</b> η [[γνώση]] που έχει αποκτηθεί με την [[πείρα]] (σε [[αντίθεση]] [[προς]] την [[απειρία]] και την [[άγνοια]]) («αναλαμβάνει τη [[θέση]] [[χωρίς]] να έχει [[καμιά]] [[εμπειρία]]», «ἡ ἐκ πολλοῡ [[εμπειρία]]... ή δι' ὀλίγου [[μελέτη]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> η πρακτική [[γνώση]] [[χωρίς]] θεωρητική [[μόρφωση]] ή επιστημονική [[κατάρτιση]] («στηρίζεται στην [[εμπειρία]] του και όχι σε ειδικές γνώσεις», «κατ' έμπειρίαν τὴν τέχνην κτᾱσθαι», «[[επιστήμη]] οὐκ [[ἐμπειρία]] χρώμενον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[γνώση]] που αποκτάται με τις αισθήσεις<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών γνώσεων που αποκτάται με τις αισθήσεις<br /><b>3.</b> το [[σύνολο]] τών γνώσεων που αποκτάται με τις έννοιες, τις κρίσεις και τους συλλογισμούς<br /><b>4.</b> το [[σύνολο]] τών γνώσεων που συγκεντρώνει το [[άτομο]] στη [[διάρκεια]] της ζωής του ή όλη η [[ανθρωπότητα]] [[μέσα]] στην [[ιστορία]].
|mltxt=η (AM [[ἐμπειρία]])<br /><b>1.</b> η [[γνώση]] η οποία στηρίζεται στην [[πείρα]] (σε [[αντίθεση]] [[προς]] τη [[θεωρία]]) («έχει [[εμπειρία]] του θέματος ή επί του θέματος», «[[ἐμπειρία]] τών πραγμάτων»)<br /><b>2.</b> η [[γνώση]] που έχει αποκτηθεί με την [[πείρα]] (σε [[αντίθεση]] [[προς]] την [[απειρία]] και την [[άγνοια]]) («αναλαμβάνει τη [[θέση]] [[χωρίς]] να έχει [[καμιά]] [[εμπειρία]]», «ἡ ἐκ πολλοῦ [[εμπειρία]]... ή δι' ὀλίγου [[μελέτη]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> η πρακτική [[γνώση]] [[χωρίς]] θεωρητική [[μόρφωση]] ή επιστημονική [[κατάρτιση]] («στηρίζεται στην [[εμπειρία]] του και όχι σε ειδικές γνώσεις», «κατ' έμπειρίαν τὴν τέχνην κτᾱσθαι», «[[επιστήμη]] οὐκ [[ἐμπειρία]] χρώμενον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[γνώση]] που αποκτάται με τις αισθήσεις<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών γνώσεων που αποκτάται με τις αισθήσεις<br /><b>3.</b> το [[σύνολο]] τών γνώσεων που αποκτάται με τις έννοιες, τις κρίσεις και τους συλλογισμούς<br /><b>4.</b> το [[σύνολο]] τών γνώσεων που συγκεντρώνει το [[άτομο]] στη [[διάρκεια]] της ζωής του ή όλη η [[ανθρωπότητα]] [[μέσα]] στην [[ιστορία]].
}}
}}

Revision as of 13:56, 8 April 2022

Greek Monolingual

η (AM ἐμπειρία)
1. η γνώση η οποία στηρίζεται στην πείρα (σε αντίθεση προς τη θεωρία) («έχει εμπειρία του θέματος ή επί του θέματος», «ἐμπειρία τών πραγμάτων»)
2. η γνώση που έχει αποκτηθεί με την πείρα (σε αντίθεση προς την απειρία και την άγνοια) («αναλαμβάνει τη θέση χωρίς να έχει καμιά εμπειρία», «ἡ ἐκ πολλοῦ εμπειρία... ή δι' ὀλίγου μελέτη», Θουκ.)
3. η πρακτική γνώση χωρίς θεωρητική μόρφωση ή επιστημονική κατάρτιση («στηρίζεται στην εμπειρία του και όχι σε ειδικές γνώσεις», «κατ' έμπειρίαν τὴν τέχνην κτᾱσθαι», «επιστήμη οὐκ ἐμπειρία χρώμενον», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. η γνώση που αποκτάται με τις αισθήσεις
2. το σύνολο τών γνώσεων που αποκτάται με τις αισθήσεις
3. το σύνολο τών γνώσεων που αποκτάται με τις έννοιες, τις κρίσεις και τους συλλογισμούς
4. το σύνολο τών γνώσεων που συγκεντρώνει το άτομο στη διάρκεια της ζωής του ή όλη η ανθρωπότητα μέσα στην ιστορία.