ελάφι: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
(11)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />αρτιοδάκτυλο θηλαστικό που χαρακτηρίζεται από τις οστέινες προεκβολές της κεφαλής, τα γνωστά ελαφοκέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[ομηρικός]], [[ιωνικός]]-[[αττικός]] τ. [[έλαφος]] προήλθε από <i>eln</i>-<i>bho</i>-<i>s</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[έριφος]]) και εμφανίζει παράλληλο ομηρικό, αιολικό τύπο [[ελλός]]<br />«[[νεβρός]], [[ελαφάκι]]» <span style="color: red;"><</span> <i>ελ</i>-<i>νός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρμ. <i>eln</i>, λιθ. <i>elnis</i>, αρχ. σλαβ. <i>jelenĭ</i>, ουαλ. <i>elain</i>). Ο [[νεοελληνικός]] τ. (<i>ε</i>)[[λάφι]] <span style="color: red;"><</span> μσν. (<i>ε</i>)<i>λάφιν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ελάφ</i>-<i>ιον</i> που [[είναι]] υποκοριστικό του αρχαίου τύπου [[έλαφος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ελάφειος]], [[ελάφιον]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελαφή]], [[ελαφιαία]], [[ελαφίνης]], [[ελάφιος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ελαφικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ελαφάκι]], [[ελαφήσιος]], [[ελαφιάζω]], <i>ελαφίδα</i>, [[ελαφίδες]], [[ελαφίνα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ελαφόβοσκον]], [[ελαφοειδής]], [[ελαφοκέφαλος]], [[ελαφοκτόνος]], <b>αρχ.</b> [[ελαφόκρανος]], <i>ελαφόσκορδον</i>, [[ελαφοσσοΐα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ελαφηβόλος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ελαφόπους]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ελαφογενής]], [[ελαφόκερας]], [[ελαφοκέρατο]], [[ελαφομύκητας]], [[ελαφοπόδαρος]], [[ελαφόπουλο]], <i>ελαφόχοιρος</i>. (Β' συνθετικό) [[τραγέλαφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιππέλαφος]], [[ιπποτραγέλαφος]], [[ονέλαφος]], [[στραβέλαφος]], [[ταυρέλαφος]], [[χοιρέλαφος]].
|mltxt=το<br />αρτιοδάκτυλο θηλαστικό που χαρακτηρίζεται από τις οστέινες προεκβολές της κεφαλής, τα γνωστά ελαφοκέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[ομηρικός]], [[ιωνικός]]-[[αττικός]] τ. [[έλαφος]] προήλθε από <i>eln</i>-<i>bho</i>-<i>s</i> ([[πρβλ]]. [[έριφος]]) και εμφανίζει παράλληλο ομηρικό, αιολικό τύπο [[ελλός]]<br />«[[νεβρός]], [[ελαφάκι]]» <span style="color: red;"><</span> <i>ελ</i>-<i>νός</i> ([[πρβλ]]. αρμ. <i>eln</i>, λιθ. <i>elnis</i>, αρχ. σλαβ. <i>jelenĭ</i>, ουαλ. <i>elain</i>). Ο [[νεοελληνικός]] τ. (<i>ε</i>)[[λάφι]] <span style="color: red;"><</span> μσν. (<i>ε</i>)<i>λάφιν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ελάφ</i>-<i>ιον</i> που [[είναι]] υποκοριστικό του αρχαίου τύπου [[έλαφος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ελάφειος]], [[ελάφιον]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελαφή]], [[ελαφιαία]], [[ελαφίνης]], [[ελάφιος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ελαφικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ελαφάκι]], [[ελαφήσιος]], [[ελαφιάζω]], <i>ελαφίδα</i>, [[ελαφίδες]], [[ελαφίνα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ελαφόβοσκον]], [[ελαφοειδής]], [[ελαφοκέφαλος]], [[ελαφοκτόνος]], <b>αρχ.</b> [[ελαφόκρανος]], <i>ελαφόσκορδον</i>, [[ελαφοσσοΐα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ελαφηβόλος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ελαφόπους]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ελαφογενής]], [[ελαφόκερας]], [[ελαφοκέρατο]], [[ελαφομύκητας]], [[ελαφοπόδαρος]], [[ελαφόπουλο]], <i>ελαφόχοιρος</i>. (Β' συνθετικό) [[τραγέλαφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιππέλαφος]], [[ιπποτραγέλαφος]], [[ονέλαφος]], [[στραβέλαφος]], [[ταυρέλαφος]], [[χοιρέλαφος]].
}}
}}

Latest revision as of 09:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
αρτιοδάκτυλο θηλαστικό που χαρακτηρίζεται από τις οστέινες προεκβολές της κεφαλής, τα γνωστά ελαφοκέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ομηρικός, ιωνικός-αττικός τ. έλαφος προήλθε από eln-bho-s (πρβλ. έριφος) και εμφανίζει παράλληλο ομηρικό, αιολικό τύπο ελλός
«νεβρός, ελαφάκι» < ελ-νός (πρβλ. αρμ. eln, λιθ. elnis, αρχ. σλαβ. jelenĭ, ουαλ. elain). Ο νεοελληνικός τ. (ε)λάφι < μσν. (ε)λάφιν < ελάφ-ιον που είναι υποκοριστικό του αρχαίου τύπου έλαφος.
ΠΑΡ. ελάφειος, ελάφιον
αρχ.
ελαφή, ελαφιαία, ελαφίνης, ελάφιος
αρχ.-μσν.
ελαφικός
νεοελλ.
ελαφάκι, ελαφήσιος, ελαφιάζω, ελαφίδα, ελαφίδες, ελαφίνα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ελαφόβοσκον, ελαφοειδής, ελαφοκέφαλος, ελαφοκτόνος, αρχ. ελαφόκρανος, ελαφόσκορδον, ελαφοσσοΐα
αρχ.-μσν.
ελαφηβόλος
μσν.
ελαφόπους
νεοελλ.
ελαφογενής, ελαφόκερας, ελαφοκέρατο, ελαφομύκητας, ελαφοπόδαρος, ελαφόπουλο, ελαφόχοιρος. (Β' συνθετικό) τραγέλαφος
αρχ.
ιππέλαφος, ιπποτραγέλαφος, ονέλαφος, στραβέλαφος, ταυρέλαφος, χοιρέλαφος.