καλλίβωλος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλλίβωλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πλούσιο [[έδαφος]], ο [[εύφορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βῶλος]] «[[βώλος]] γης»].
|mltxt=[[καλλίβωλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πλούσιο [[έδαφος]], ο [[εύφορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βῶλος]] «[[βώλος]] γης»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καλλίβωλος:''' -ον (βῶλον), [[εύφορος]], [[καρποφόρος]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίβωλος Medium diacritics: καλλίβωλος Low diacritics: καλλίβωλος Capitals: ΚΑΛΛΙΒΩΛΟΣ
Transliteration A: kallíbōlos Transliteration B: kallibōlos Transliteration C: kallivolos Beta Code: kalli/bwlos

English (LSJ)

ον,

   A with rich soil, Ἴδας ὄρος E.Or.1382 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1309] schönschollig, mit fruchtbarem Boden, ἄστυ Eur. Or. 1382; bei Eustath. auch καλλιβῶλαξ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίβωλος: -ον, ἔχων καλοὺς βόλους, εὔφορον γῆν, ἄστυ Εὐρ. Ὀρ. 1382.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles mottes de terre, au sol fertile.
Étymologie: καλός, βῶλος.

Greek Monolingual

καλλίβωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει πλούσιο έδαφος, ο εύφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + βῶλος «βώλος γης»].

Greek Monotonic

καλλίβωλος: -ον (βῶλον), εύφορος, καρποφόρος, σε Ευρ.