κατακυριεύω: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(19)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κατακυριεύω]])<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[κυρίαρχος]] κάποιου, [[καθυποτάσσω]] («αὐξάνεσθαι καὶ πληθύνεσθε, καὶ πληρώσατε τὴν γῆν, καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς», ΠΔ)<br /><b>μσν.</b><br />[[βλάπτω]].
|mltxt=(AM [[κατακυριεύω]])<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[κυρίαρχος]] κάποιου, [[καθυποτάσσω]] («αὐξάνεσθαι καὶ πληθύνεσθε, καὶ πληρώσατε τὴν γῆν, καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς», ΠΔ)<br /><b>μσν.</b><br />[[βλάπτω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατακῡριεύω:''' [[αποκτώ]] πλήρη [[κυριαρχία]], με γεν., σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 19:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακῡριεύω Medium diacritics: κατακυριεύω Low diacritics: κατακυριεύω Capitals: ΚΑΤΑΚΥΡΙΕΥΩ
Transliteration A: katakyrieúō Transliteration B: katakyrieuō Transliteration C: katakyrieyo Beta Code: katakurieu/w

English (LSJ)

   A gain or exercise complete dominion, LXXPs.71(72).8.    2 κ. τινός gain dominion over, gain possession of, ib.Ps.9.26 (10.5), 1 Ep.Pet.5.3; [πλοίου] D.S.14.64.

German (Pape)

[Seite 1357] = κυριεύω; D. Sic. 14, 64; LXX.

Greek (Liddell-Scott)

κατακῡριεύω: ἀποκτῶ ἢ ἐξασκῶ ἐντελῆ κυριαρχίαν, Ἀριστ. π. Φτ. 2. 2, 3, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΑ΄, 8)· οὐκ εἶπε, κυρίευε, ἀλλά κατακυρίευε, τὴν ἐπιτεταμένην δεσποτείαν δηλῶν Χρυσ. τ. Ι. σ. 726, 19. 2) κ. τινός, λαμβάνω ἐξουσίαν ἐπί τινος, ἐξουσιάζω τι, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6, 3· τῶν ἐχθρῶν, τῆς γῆς Ἑβδ. (Ψαλμ. Θ΄, 25)· τῶν ἐθνῶν Καιν. Διαθ.· κ. πλοίου Διόδ. 14. 6.

French (Bailly abrégé)

commander à, dominer sur, gén..
Étymologie: κατά, κυριεύω.

English (Strong)

from κατά and κυριεύω; to lord against, i.e. control, subjugate: exercise dominion over (lordship), be lord over, overcome.

English (Thayer)

1st aorist participle κατακυριεύσας; (κατά (which see III:3) under);
a. to bring under one's power, to subject to oneself, to subdue, master: τίνος, Diodorus 14,64; for כָּבַשׁ to hold in subjection, to be master of, exercise lordship over: τίνος, Jeremiah 3:14).

Greek Monolingual

(AM κατακυριεύω)
είμαι ή γίνομαι κυρίαρχος κάποιου, καθυποτάσσω («αὐξάνεσθαι καὶ πληθύνεσθε, καὶ πληρώσατε τὴν γῆν, καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς», ΠΔ)
μσν.
βλάπτω.

Greek Monotonic

κατακῡριεύω: αποκτώ πλήρη κυριαρχία, με γεν., σε Καινή Διαθήκη