κλεισίον: Difference between revisions
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
(20) |
(nl) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κλεισίον]] και [[κλισίον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> στεγασμένη [[αυλή]] που χρησιμοποιούνταν ως [[σταθμός]] κτηνών ή ως [[εργαστήριο]] («τῶν κλεισίων, οἷς ὑποδύεται τὰ πρόβατα», Δίων Χρυσ.)<br /><b>2.</b> [[καλύβα]], [[ευτελής]] [[οικίσκος]] («τριῶν ἡμῖν οἰκιῶν οὐσῶν οὐδεμιᾶς εἴασαν ἐξενεχθῆναι, ἀλλὰ [[κλίσιον]] μισθωσάμενοι προὔθεντο αὐτόν», Λυσ.)<br /><b>3.</b> ευτελές [[οίκημα]] [[πόρνης]], [[πορνείο]]<br /><b>4.</b> [[βωμός]] ή [[ναΐσκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[κλισίον]] (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]]). Το -<i>ει</i>- οφείλεται σε [[επίδραση]] του [[κλείω]]. | |mltxt=[[κλεισίον]] και [[κλισίον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> στεγασμένη [[αυλή]] που χρησιμοποιούνταν ως [[σταθμός]] κτηνών ή ως [[εργαστήριο]] («τῶν κλεισίων, οἷς ὑποδύεται τὰ πρόβατα», Δίων Χρυσ.)<br /><b>2.</b> [[καλύβα]], [[ευτελής]] [[οικίσκος]] («τριῶν ἡμῖν οἰκιῶν οὐσῶν οὐδεμιᾶς εἴασαν ἐξενεχθῆναι, ἀλλὰ [[κλίσιον]] μισθωσάμενοι προὔθεντο αὐτόν», Λυσ.)<br /><b>3.</b> ευτελές [[οίκημα]] [[πόρνης]], [[πορνείο]]<br /><b>4.</b> [[βωμός]] ή [[ναΐσκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[κλισίον]] (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]]). Το -<i>ει</i>- οφείλεται σε [[επίδραση]] του [[κλείω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κλεισίον zie κλισίον. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A outhouse, shed, τῆς οἰκίας τὸ κ. Antiph.21, cf. Lys.12.18, D.18.129 (here perh. = brothel), IG11(2).158 A56, 287 A146 (Delos, iii B.C.), BCH35.243 (ibid., ii B.C.), Ephes. 2.75 (i B.C.): pl., sheds for cattle, D.Chr.40.9. 2 shrine, chapel, Paus.4.1.7, BCH33.72 (Cappadocia). [First syll. long in Antiph. l.c.; written κλεισίον IG l.c., BCH35l.c., Hdn.Gr.1.356, 2.415, Ael. Dion.l.c.; later κλις- Ephes.l.c., BCH33 l.c., freq. in codd.; prob. fr. κλίνω as 'lean-to', 'penthouse', rather than fr. κλείω as stated by Poll.9.50.]
Greek Monolingual
κλεισίον και κλισίον, τὸ (Α)
1. στεγασμένη αυλή που χρησιμοποιούνταν ως σταθμός κτηνών ή ως εργαστήριο («τῶν κλεισίων, οἷς ὑποδύεται τὰ πρόβατα», Δίων Χρυσ.)
2. καλύβα, ευτελής οικίσκος («τριῶν ἡμῖν οἰκιῶν οὐσῶν οὐδεμιᾶς εἴασαν ἐξενεχθῆναι, ἀλλὰ κλίσιον μισθωσάμενοι προὔθεντο αὐτόν», Λυσ.)
3. ευτελές οίκημα πόρνης, πορνείο
4. βωμός ή ναΐσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κλισίον (< κλίνω). Το -ει- οφείλεται σε επίδραση του κλείω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλεισίον zie κλισίον.