αλμυρός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[αρμυρός]], -ή, -ό (Α [[ἁλμυρός]], -ά, -όν)<br />αυτός που περιέχει άφθονο [[αλάτι]], που έχει [[γεύση]] αλατιού ή [[απλώς]] ο αλατισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) τά <i>αλμυρά</i><br />α) οι αλίπαστες τροφές, τα παστά<br />β) τα είδη ζαχαροπλαστικής, που παρασκευάζονται [[δίχως]] [[ζάχαρη]] με την [[προσθήκη]] αλατιού<br /><b>2.</b> [[ακριβός]], [[δαπανηρός]]<br /><b>3.</b> [[χυδαίος]], [[αισχρός]], [[άσεμνος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «αλμυρό-[[λύσσα]]», αλμυρό [[μέχρι]] του βαθμού ώστε να προκαλέσει [[λύσσα]], [[πάρα]] πολύ αλμυρό<br />«αγαπά ή του αρέσουν τα αλμυρά», για τον φιλήδονο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πικρός]], [[δυσάρεστος]], [[αποκρουστικός]]<br /><b>2.</b> [[δριμύς]], [[τσουχτερός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἁλμυρόν [[ὕδωρ]]», το αλμυρό θαλασσινό [[νερό]]<br />«[[ἁλμυρός]] [[ποταμός]]», ο [[Ελλήσποντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. [[ἅλμη]]. (Το [[τέρμα]] –<i>υρὸς</i> εξηγείται από τ. <i>ἁλυρός</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλμυρίζω]], <i>αλμυρότης</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ἁλμυρίς]], <i>ἁλμυρίτις</i> (γῆ), [[ἁλμυρώδης]], <i>ἁλμυρῶ</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ἁλμυρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλμύρα]], <i>αλμυρήθρα</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλμυρονάματος]], [[ἁλμυροφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλμυρόγλυκος]], <i>αλμυρόμετρο</i>, [[αλμυρόπικρος]]].
|mltxt=και [[αρμυρός]], -ή, -ό (Α [[ἁλμυρός]], -ά, -όν)<br />αυτός που περιέχει άφθονο [[αλάτι]], που έχει [[γεύση]] αλατιού ή [[απλώς]] ο αλατισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) τά <i>αλμυρά</i><br />α) οι αλίπαστες τροφές, τα παστά<br />β) τα είδη ζαχαροπλαστικής, που παρασκευάζονται [[δίχως]] [[ζάχαρη]] με την [[προσθήκη]] αλατιού<br /><b>2.</b> [[ακριβός]], [[δαπανηρός]]<br /><b>3.</b> [[χυδαίος]], [[αισχρός]], [[άσεμνος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «αλμυρό-[[λύσσα]]», αλμυρό [[μέχρι]] του βαθμού ώστε να προκαλέσει [[λύσσα]], [[πάρα]] πολύ αλμυρό<br />«αγαπά ή του αρέσουν τα αλμυρά», για τον φιλήδονο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πικρός]], [[δυσάρεστος]], [[αποκρουστικός]]<br /><b>2.</b> [[δριμύς]], [[τσουχτερός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἁλμυρόν [[ὕδωρ]]», το αλμυρό θαλασσινό [[νερό]]<br />«[[ἁλμυρός]] [[ποταμός]]», ο [[Ελλήσποντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. [[ἅλμη]]. (Το [[τέρμα]] –<i>υρὸς</i> εξηγείται από τ. <i>ἁλυρός</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλμυρίζω]], <i>αλμυρότης</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ἁλμυρίς]], <i>ἁλμυρίτις</i> (γῆ), [[ἁλμυρώδης]], <i>ἁλμυρῶ</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ἁλμυρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλμύρα]], <i>αλμυρήθρα</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλμυρονάματος]], [[ἁλμυροφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλμυρόγλυκος]], <i>αλμυρόμετρο</i>, [[αλμυρόπικρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

και αρμυρός, -ή, -ό (Α ἁλμυρός, -ά, -όν)
αυτός που περιέχει άφθονο αλάτι, που έχει γεύση αλατιού ή απλώς ο αλατισμένος
νεοελλ.
1. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τά αλμυρά
α) οι αλίπαστες τροφές, τα παστά
β) τα είδη ζαχαροπλαστικής, που παρασκευάζονται δίχως ζάχαρη με την προσθήκη αλατιού
2. ακριβός, δαπανηρός
3. χυδαίος, αισχρός, άσεμνος
4. φρ. «αλμυρό-λύσσα», αλμυρό μέχρι του βαθμού ώστε να προκαλέσει λύσσα, πάρα πολύ αλμυρό
«αγαπά ή του αρέσουν τα αλμυρά», για τον φιλήδονο
αρχ.
1. πικρός, δυσάρεστος, αποκρουστικός
2. δριμύς, τσουχτερός
3. φρ. «ἁλμυρόν ὕδωρ», το αλμυρό θαλασσινό νερό
«ἁλμυρός ποταμός», ο Ελλήσποντος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. ἅλμη. (Το τέρμαυρὸς εξηγείται από τ. ἁλυρός).
ΠΑΡ. αλμυρίζω, αλμυρότης
αρχ.
ἁλμυρίς, ἁλμυρίτις (γῆ), ἁλμυρώδης, ἁλμυρῶ
μσν.
ἁλμυρία
νεοελλ.
αλμύρα, αλμυρήθρα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἁλμυρονάματος, ἁλμυροφόρος
νεοελλ.
αλμυρόγλυκος, αλμυρόμετρο, αλμυρόπικρος].