ἀρτιμελής: Difference between revisions

From LSJ

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἀρτιμελής]], -ές)<br />αυτός που έχει άρτια, ακέραια τα [[μέλη]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] <span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ολομελής]], [[πολυμελής]])].
|mltxt=-ές (AM [[ἀρτιμελής]], -ές)<br />αυτός που έχει άρτια, ακέραια τα [[μέλη]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] <span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ολομελής]], [[πολυμελής]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτιμελής:''' -ές ([[μέλος]]), [[ακέραιος]], [[άρτιος]] στα [[μέλη]] του σώματος, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτιμελής Medium diacritics: ἀρτιμελής Low diacritics: αρτιμελής Capitals: ΑΡΤΙΜΕΛΗΣ
Transliteration A: artimelḗs Transliteration B: artimelēs Transliteration C: artimelis Beta Code: a)rtimelh/s

English (LSJ)

ές,

   A sound of limb, Pl.R.536b, Sor.1.3, D.C.69.20; perfect in all members, τέχναι Them.Or.26.316c.

German (Pape)

[Seite 362] (μέλος), ές, von graden, gefunden Gliedern, Plat. Rep. VII, 536 b; θύματα Poll. 1, 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιμελής: -ές, ὁ ἄρτια ἔχων τὰ μέλη, ἀκέραια δηλ., Πλάτ. Πολ. 536Β.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux membres bien conformés.
Étymologie: ἄρτι, μέλος.

Spanish (DGE)

-ές
perfectamente conformado en cuanto a los miembros ἀρτιμελεῖς καὶ ἀρτίφρονες Pl.R.536b, cf. D.C.69.20.3, Sor.4.16, ἀρτιμελεστέραν· ὑγιεστέραν, ἐντιμοτέραν Hsch.
de abstr. completo en todas sus partes τέχναι Them.Or.26.316c.

Greek Monolingual

-ές (AM ἀρτιμελής, -ές)
αυτός που έχει άρτια, ακέραια τα μέλη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -μελής < μέλος (πρβλ. ολομελής, πολυμελής)].

Greek Monotonic

ἀρτιμελής: -ές (μέλος), ακέραιος, άρτιος στα μέλη του σώματος, σε Πλάτ.