δημιουργώ: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(9) |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(-έω) (ΑΝ) [[δημιουργός]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]], [[κατασκευάζω]], [[παράγω]] [[κάτι]] (α. «ἡ [[φύσις]] οὐδὲν δημιουργεῑ [[μάτην]]», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «δημιούργησε [[έξοχα]] έργα»<br /><b>2.</b> (για τη [[θεία]] [[δύναμη]]) [[φέρνω]] σε ύπαρξη, [[πλάθω]] εκ του μηδενός<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[αίτιος]], [[προκαλώ]] [[κάτι]] («η [[γλώσσα]] του δημιούργησε όλη αυτή τη [[χασμωδία]]»)<br /><b>2.</b> [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]], [[σκαρώνω]]<br /><b>3.</b> (για καλλιτέχνες) [[εκτελώ]] έργα πρωτότυπα («δημιούργησε [[έργο]] καθαρής φαντασίας»)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>δημιουργούμαι</i><br />διαπλάθομαι, διαμορφώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[δημιουργός]], [[ασκώ]] βιοτεχνικό [[επάγγελμα]] («πολλών οἰκετῶν ἐπιμελούμενος ἑαυτῷ δημιουργούντων»)<br /><b>2.</b> έχω το [[αξίωμα]] του δημιουργού<br /><b>3.</b> <b>γεν.</b> έχω κάποια [[πολιτική]] [[αρχή]]<br /><b>4.</b> (με αιτ.) [[διοικώ]], [[διευθύνω]]<br />(«δημιουργεόντων τὰ [[ἱερά]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> διαπλάθω, [[ασκώ]], [[διαμορφώνω]] («εἰς ἀρετήν... πλάττοντι και | |mltxt=(-έω) (ΑΝ) [[δημιουργός]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]], [[κατασκευάζω]], [[παράγω]] [[κάτι]] (α. «ἡ [[φύσις]] οὐδὲν δημιουργεῑ [[μάτην]]», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «δημιούργησε [[έξοχα]] έργα»<br /><b>2.</b> (για τη [[θεία]] [[δύναμη]]) [[φέρνω]] σε ύπαρξη, [[πλάθω]] εκ του μηδενός<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[αίτιος]], [[προκαλώ]] [[κάτι]] («η [[γλώσσα]] του δημιούργησε όλη αυτή τη [[χασμωδία]]»)<br /><b>2.</b> [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]], [[σκαρώνω]]<br /><b>3.</b> (για καλλιτέχνες) [[εκτελώ]] έργα πρωτότυπα («δημιούργησε [[έργο]] καθαρής φαντασίας»)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>δημιουργούμαι</i><br />διαπλάθομαι, διαμορφώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[δημιουργός]], [[ασκώ]] βιοτεχνικό [[επάγγελμα]] («πολλών οἰκετῶν ἐπιμελούμενος ἑαυτῷ δημιουργούντων»)<br /><b>2.</b> έχω το [[αξίωμα]] του δημιουργού<br /><b>3.</b> <b>γεν.</b> έχω κάποια [[πολιτική]] [[αρχή]]<br /><b>4.</b> (με αιτ.) [[διοικώ]], [[διευθύνω]]<br />(«δημιουργεόντων τὰ [[ἱερά]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> διαπλάθω, [[ασκώ]], [[διαμορφώνω]] («εἰς ἀρετήν... πλάττοντι και δημιουργοῦν | ||
τι τον [[υἱόν]]»)<br /><b>6.</b> <i>τα δημιουργούμενα</i><br />τα προϊόντα τών τεχνών. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 27 March 2021
Greek Monolingual
(-έω) (ΑΝ) δημιουργός
1. κάνω, κατασκευάζω, παράγω κάτι (α. «ἡ φύσις οὐδὲν δημιουργεῑ μάτην», Αριστοτ.
β. «δημιούργησε έξοχα έργα»
2. (για τη θεία δύναμη) φέρνω σε ύπαρξη, πλάθω εκ του μηδενός
νεοελλ.
1. γίνομαι αίτιος, προκαλώ κάτι («η γλώσσα του δημιούργησε όλη αυτή τη χασμωδία»)
2. επινοώ, μηχανεύομαι, σκαρώνω
3. (για καλλιτέχνες) εκτελώ έργα πρωτότυπα («δημιούργησε έργο καθαρής φαντασίας»)
4. παθ. δημιουργούμαι
διαπλάθομαι, διαμορφώνομαι
αρχ.
1. είμαι δημιουργός, ασκώ βιοτεχνικό επάγγελμα («πολλών οἰκετῶν ἐπιμελούμενος ἑαυτῷ δημιουργούντων»)
2. έχω το αξίωμα του δημιουργού
3. γεν. έχω κάποια πολιτική αρχή
4. (με αιτ.) διοικώ, διευθύνω
(«δημιουργεόντων τὰ ἱερά», επιγρ.)
5. διαπλάθω, ασκώ, διαμορφώνω («εἰς ἀρετήν... πλάττοντι και δημιουργοῦν
τι τον υἱόν»)
6. τα δημιουργούμενα
τα προϊόντα τών τεχνών.