εἰρωνεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[εἰρωνεύομαι]])<br /><b>1.</b> [[κοροϊδεύω]] με [[λεπτότητα]], [[υπόκριση]] ή υπαινιγμούς<br /><b>2.</b> λέω [[κάτι]] που δεν ανταποκρίνεται στις πεποιθήσεις μου για να περιπαίξω κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσποιούμαι]] [[άγνοια]], [[υποκρίνομαι]] με σκοπό να αποκαλύψω το [[σφάλμα]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[διηγούμαι]] παραλλαγμένη την [[πραγματικότητα]].
|mltxt=(AM [[εἰρωνεύομαι]])<br /><b>1.</b> [[κοροϊδεύω]] με [[λεπτότητα]], [[υπόκριση]] ή υπαινιγμούς<br /><b>2.</b> λέω [[κάτι]] που δεν ανταποκρίνεται στις πεποιθήσεις μου για να περιπαίξω κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσποιούμαι]] [[άγνοια]], [[υποκρίνομαι]] με σκοπό να αποκαλύψω το [[σφάλμα]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[διηγούμαι]] παραλλαγμένη την [[πραγματικότητα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰρωνεύομαι:''' αποθ., [[υποκρίνομαι]], δηλ. προσποιητή, ψεύτικη [[άγνοια]], σε Πλάτ. κ.λπ.· γενικά, [[προσποιούμαι]], [[προφασίζομαι]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 22:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰρωνεύομαι Medium diacritics: εἰρωνεύομαι Low diacritics: ειρωνεύομαι Capitals: ΕΙΡΩΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: eirōneúomai Transliteration B: eirōneuomai Transliteration C: eironeyomai Beta Code: ei)rwneu/omai

English (LSJ)

   A feign ignorance, so as to perplex, Arist. Rh.1379b31; πρός τινα Pl.Cra.384a; πρὸς ὑμᾶς αὐτούς Din.2.11; banter, Arist.Pol.1275b27: generally, dissemble, shuffle, Ar.Av.1211, Pl.Ap.38a, D.60.18.    2 employ understatement, Polystr.p.15 W.    II trans., treat with sarcasm, τινά Him.Ecl.1.13.

German (Pape)

[Seite 736] med., sich im Reden verstellen, sich unwissend stellen in dem, was man weiß; Plat. Apol. 38 a Spph. 268 b u. öfter; Dem. 60, 18; Arist. Eth. 4, 13; πρός τινα, Dinarch. 2, 11; übh. sich verstellen, Ar. Av. 1211; D. Hal. 9, 60 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εἰρωνεύομαι: ἀποθ., ὑποκρίνομαι ὅτι δὲν γνωρίζω, προσποιοῦμαι ἄγνοιαν ἵνα περιπλέξω τινά, Πλάτ. Ἀπολ. 38Α, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 24, Πολ. 3. 2, 2· πρός τινα Πλάτ. Κρατ. 384Α· καθόλου προσποιοῦμαι, προφασίζομαι, ἤκουσας αὐτῆς οἷον εἰρωνεύεται; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1211, Δημ. 1394. 13· πρβλ. εἰρωνεία.

French (Bailly abrégé)

interroger, p. ext. agir avec une feinte ignorance, faire l’ignorant.
Étymologie: εἴρων.

Spanish (DGE)

I intr.
1 disimular, hablar o actuar con disimulo ocultando la verdad, c. propósito de engaño IP.- οὐκ οἶδα μὰ Δι' ... ΠI.- ἤκουσας αὐτῆς οἷον εἰρωνεύεται; Ar.Au.1211, οὐ πείσεσθέ μοι ὡς εἰρωνευομένῳ Pl.Ap.38a, τ[ῆς] δ' [ἀλη] θείας ... μὴ φρον[τ] ίζοντες παρὰ τὸ δοκοῦν αὐτοῖς ἕνεκα τῶν πλησίων εἰρωνεύονται Polystr.Contempt.16.28, καλλιλογεῖτε καὶ εἰρωνεύεσθε ... ὄνομα καλὸν ἔργῳ περιθέντες ἀνοσίῳ D.H.8.32
como signo de falsa modestia ὅ τε γὰρ πλούσιος πένης φησὶν εἶναι, ἐὰν εἰρωνεύηται Arist.Diu.49
actuar con modestia, mostrarse modesto οἱ δὲ μετρίως χρώμενοι τῇ εἰρωνείᾳ καὶ περὶ τὰ μὴ λίαν ἐμποδὼν καὶ φανερὰ εἰρωνευόμενοι χαρίεντες φαίνονται Arist.EN 1127b31
disimular su ignorancia, practicar el disimulo como proc. oratorio o sofístico εἰρωνεύεταί τε πρός με Pl.Cra.384a, cf. Sph.268b
mostrarse evasivo, poner pretextos para evitar comprometerse, D.60.18, εἰρωνεύεσθε πρὸς ὑμᾶς αὐτούς Din.2.11.
2 hablar irónicamente esp. c. propósito de burla, hablar en tono de burla, burlarse εἰρωνεύῃ, ὦ Σώκρατες Pl.Grg.489e, op. σπουδάζειν ‘hablar en serio’, Arist.Rh.1379b30, τὸ σαρκάζειν, ὅ ἐστιν εἰρωνεύεσθαι μετ' ἐπισυρμοῦ Chrysipp.Stoic.3.161, cf. Plu.2.199e, Iust.Phil.Dial.101.3, Cyr.Al.Luc.1.130.13
ret. emplear la ironía D.H.Dem.22.6, 54.2, cf. Philostr.VA 1.17.
II tr.
1 simular, fingir c. propósito de sorna μὴ πρὸς ὃν ... ἐλοιδόρησαν ... εἰρωνεύεσθαι τὰς νῦν φιλοφρονήσεις I.BI 2.298, εἰρωνεύοντο δικαστήρια καὶ κρίσεις hicieron simulacros de tribunales y juicios I.BI 4.334, cf. 1.209, τὸν τῆς ἐπιορκίας ... φόβον Bas.Sel.Or.M.85.233C.
2 tratar irónicamente, burlarse de c. ac. de pers. τὸν ἄνθρωπον Him.1.13, αὐτόν Didym.Gen.108.26.

Greek Monolingual

(AM εἰρωνεύομαι)
1. κοροϊδεύω με λεπτότητα, υπόκριση ή υπαινιγμούς
2. λέω κάτι που δεν ανταποκρίνεται στις πεποιθήσεις μου για να περιπαίξω κάποιον
αρχ.
1. προσποιούμαι άγνοια, υποκρίνομαι με σκοπό να αποκαλύψω το σφάλμα κάποιου
2. διηγούμαι παραλλαγμένη την πραγματικότητα.

Greek Monotonic

εἰρωνεύομαι: αποθ., υποκρίνομαι, δηλ. προσποιητή, ψεύτικη άγνοια, σε Πλάτ. κ.λπ.· γενικά, προσποιούμαι, προφασίζομαι, σε Αριστοφ.