ἐπιβουλή: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(13) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐπιβουλή]]) [[επιβουλεύω]]<br />[[σχέδιο]] ενεργειών, μυστική [[προετοιμασία]] και δόλιες ενέργειες [[εναντίον]] κάποιου. | |mltxt=η (AM [[ἐπιβουλή]]) [[επιβουλεύω]]<br />[[σχέδιο]] ενεργειών, μυστική [[προετοιμασία]] και δόλιες ενέργειες [[εναντίον]] κάποιου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιβουλή:''' ἡ, εχθρικό [[σχέδιο]] [[εναντίον]] κάποιου άλλου, [[μηχανορραφία]], σε Ηρόδ., Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A plan formed against another, plot, scheme, Hdt. 1.12, Th.4.77, 86, Isoc.4.148, etc.; ἐπιβουλὴν ἐπιβουλεύειν Lys.13.18; πρός τινα against one, X.An.1.1.8; ἐξ ἐπιβουλῆς by treachery, treacherously, ἐξ ἐ. ἀποθανεῖν, ἐξ ἐ. φονεὺς εἶναι, Antipho 2.1.5, 1.3, cf. Th.8.92, X.An.6.4.7, etc.; μετὰ ἐπιβουλῆς designedly, Pl.Lg.867a, al.
German (Pape)
[Seite 930] ἡ, Vorhaben, Anschlag gegen Einen, Nachstellung, Thuc. 4, 76; ἐπ ιβουλὴν ἀρτύειν Her. 1, 12; ἐπιβουλεύειν Lys. 13, 18; ἐξ ἐπιβουλῆς, hinterlistiger Weise, Thuc. 8, 92; Xen. An. 6, 4, 7; aber auch allgemeiner: mit Vorsatz, Antiph. 1, 3; Plat. Rep. I, 341 a; auch μετ' ἐπιβουλῆς, Legg. IX, 867 a; τῇ ἐπιβουλῇ, im Ggstz von ἀπροβουλίᾳ, ibd.; φθόνοι καὶ ἐπιβουλαί vrbdn Prot. 316 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβουλή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 1. 12, Θουκ. 4. 76, 86· πρός τινα, κατά τινος, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 8· ἐξ ἐπιβουλῆς, δι’ ἐπιβουλῆς, ἐξ ἐπιβ. θανών, ἐξ ἐπιβ. φονεὺς Ἀντιφῶν 115. 20., 111. 43· πρβλ. Θουκ. 8. 92, κτλ.· οὕτω καί, μετὰ ἐπιβουλῆς Πλάτ. Νόμ. 867Α κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 dessein prémédité : ἐξ ἐπιβουλῆς, μετ’ ἐπιβουλῆς à dessein, de propos délibéré;
2 en mauv. part machination, complot, intrigue : ἐξ ἐπιβουλῆς THC par trahison préméditée, insidieusement.
Étymologie: ἐπί, βουλή.
English (Strong)
from a presumed compound of ἐπί and βούλομαι; a plan against someone, i.e. a plot: laying (lying) in wait.
English (Thayer)
ἦς, ἡ, a plan formed against one (cf. ἐπί, D. 7), a plot: γίνεται τινα ἐπιβουλή ὑπό τίνος, εἰς τινα, Herodotus), Thucydides down.)
Greek Monolingual
η (AM ἐπιβουλή) επιβουλεύω
σχέδιο ενεργειών, μυστική προετοιμασία και δόλιες ενέργειες εναντίον κάποιου.
Greek Monotonic
ἐπιβουλή: ἡ, εχθρικό σχέδιο εναντίον κάποιου άλλου, μηχανορραφία, σε Ηρόδ., Θουκ.