ἐπικράτεια: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπικράτεια]]) [[επικρατής]]<br />εδαφική [[έκταση]] στην οποία ασκείται η [[εξουσία]] μιας πολιτείας ή ενός άρχοντα («ἄπιμεν... ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />«Συμβούλιο της Επικρατείας» — ανώτατο δικαστήριο για διοικητικές διαφορές, που αποτελεί και συμβουλευτικό όργανο της κεντρικής διοίκησης<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κράτος]], [[πολιτεία]], [[χώρα]] που υπάγεται σε ενιαίο [[διοίκηση]] («η ελληνική [[επικράτεια]]»)<br /><b>μσν.</b><br />ο [[χρόνος]] της εξουσίας κάποιου<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κυριότητα]], [[εξουσία]], [[κυριαρχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπεροχή]], [[νίκη]] («ταῆς Καρχηδονίων ἐπικρατείας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγμ. ή καταστάσεις) [[δύναμη]], [[τάση]] για [[επικράτηση]], [[υπερίσχυση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «αἱ κατ’ ἐπικράτειαν δόξαι» — η [[θεωρία]], η [[δοξασία]] που επικρατεί.
|mltxt=η (AM [[ἐπικράτεια]]) [[επικρατής]]<br />εδαφική [[έκταση]] στην οποία ασκείται η [[εξουσία]] μιας πολιτείας ή ενός άρχοντα («ἄπιμεν... ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />«Συμβούλιο της Επικρατείας» — ανώτατο δικαστήριο για διοικητικές διαφορές, που αποτελεί και συμβουλευτικό όργανο της κεντρικής διοίκησης<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κράτος]], [[πολιτεία]], [[χώρα]] που υπάγεται σε ενιαίο [[διοίκηση]] («η ελληνική [[επικράτεια]]»)<br /><b>μσν.</b><br />ο [[χρόνος]] της εξουσίας κάποιου<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κυριότητα]], [[εξουσία]], [[κυριαρχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπεροχή]], [[νίκη]] («ταῆς Καρχηδονίων ἐπικρατείας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγμ. ή καταστάσεις) [[δύναμη]], [[τάση]] για [[επικράτηση]], [[υπερίσχυση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «αἱ κατ’ ἐπικράτειαν δόξαι» — η [[θεωρία]], η [[δοξασία]] που επικρατεί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικράτεια:''' ἡ (ἐπικρᾰτής),<br /><b class="num">I.</b> [[κυριότητα]], [[κυριαρχία]], [[κατοχή]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[χώρα]], [[βασίλειο]], [[κυριαρχία]], [[κτήση]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικρᾰτεια Medium diacritics: ἐπικράτεια Low diacritics: επικράτεια Capitals: ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ
Transliteration A: epikráteia Transliteration B: epikrateia Transliteration C: epikrateia Beta Code: e)pikra/teia

English (LSJ)

ἡ,

   A mastery, σωφροσύνη ἐστὶν ἐ. τῶν ἐπιθυμιῶν ib.4 Ma.1.31; possession, X.Cyr.5.4.28; rule, Plb. 12.25.3, etc.; victory, superiority, Id.2.1.3.    2. predominance, in heredity, Placit.5.7.6; διάφορος τῶν χυμῶν . S.E.P.1.80; τὸ κατ' ἐπικράτειαν ὠνομασμένον αἷμα named from its dominant element, opp. εἰλικρινὲς αἷμα, Gal.15.74, cf. 5.672, 17(2).216; παρὰ τὰς ἐ. Placit.4.9.9: Gramm., prevalence, authority, A.D. Synt.256.26, al.; numerical superiority, ib.326.14.    3. prevailing opinion, ἐν τοῖς συμβαίνουσιν . . κατὰ τὴν ἐ . . . στροβοῦνται Polystr.p.22 W.; αἱ κατ' ἐπικράτειαν δόξαι Epicur.Nat. 1431.8.    II. of a country, realm, dominion, ἄπιμεν . . ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας X.An.7.6.42, cf. Hier.6.13; ὑπὸ τῇ ἐ. τοῦ χωρίου within the country subject to the place, Id.An.6.4.4; ἡ Καρχηδονίων ἐ. Pl.Ep.349c; of a Roman province, Ph. 2.518,583 (pl.).

German (Pape)

[Seite 953] ἡ, Uebergewalt, Oberherrschaft, Gewalt; ἔξω τῆς τοῦ τυράννου ἐπικρατείας γίγνεσθαι Xen. Hier. 6, 13; öfter Pol.; Sieg, 2, 1, 3, D. Cass. 65, 18; – das Gebiet, εἰς τὴν Καρχηδονίων ἐπικράτειαν φυγεῖν Plat. Ep. VII, 349 c; κρήνη ὑπὸ τῇ ἐπικρατείᾳ τοῦ χωρίου Xen. An. 6, 2, 4; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικράτεια: ἡ, (ἐπικρᾰτὴς) κυριότης, κυριαρχία, κατοχή, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 28, Πολύβ. 12. 25, 3, κτλ.˙ ὑπεροχή, νίκη, τῆς τῶν Καρχηδονίων ἐπικρατείας Πολύβ. 2. 1, 3. 2) ἐπικράτησις, Πλούτ. 2. 906C, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 80. ΙΙ. ἐπὶ χώρας, ἡ οὖσα ὑπὸ τὸ κράτος, τήν ἐξουσίαν τινός, ἄπιμεν... ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας Ξεν. Ἀν. 7. 6, 42˙ κρήνη δὲ ἡδέος ὕδατος... ἐπ’ αὐτῇ τῇ θαλάττῃ ὑπὸ τῇ ἐπικρατείᾳ τοῦ χωρίου, ἐντὸς τῶν ὁρίων τοῦ χωρίου, αὐτόθι 6. 4, 4˙ φθάνει... εἰς τὴν Καρχηδονίαν ἐπικράτειαν ἐκφυγὼν Πλάτ. Ἐπιστ. 349C. - Ἐπὶ γλώσσης, χρῆσις, Ἀπολλ. Δ. Σύντ. 326. 13, Ἀριστείδ. Κυντ. 44.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 empire, souveraineté;
2 empire sur soi-même;
3 pays soumis à une domination, empire, royaume.
Étymologie: *ἐπικρατής.

Greek Monolingual

η (AM ἐπικράτεια) επικρατής
εδαφική έκταση στην οποία ασκείται η εξουσία μιας πολιτείας ή ενός άρχοντα («ἄπιμεν... ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας», Ξεν.)
νεοελλ.
«Συμβούλιο της Επικρατείας» — ανώτατο δικαστήριο για διοικητικές διαφορές, που αποτελεί και συμβουλευτικό όργανο της κεντρικής διοίκησης
νεοελλ.-μσν.
κράτος, πολιτεία, χώρα που υπάγεται σε ενιαίο διοίκηση («η ελληνική επικράτεια»)
μσν.
ο χρόνος της εξουσίας κάποιου
αρχ.-μσν.
κυριότητα, εξουσία, κυριαρχία
αρχ.
1. υπεροχή, νίκη («ταῆς Καρχηδονίων ἐπικρατείας», Πολ.)
2. (για πράγμ. ή καταστάσεις) δύναμη, τάση για επικράτηση, υπερίσχυση
3. φρ. «αἱ κατ’ ἐπικράτειαν δόξαι» — η θεωρία, η δοξασία που επικρατεί.

Greek Monotonic

ἐπικράτεια: ἡ (ἐπικρᾰτής),
I. κυριότητα, κυριαρχία, κατοχή, σε Ξεν.
II. λέγεται για χώρα, βασίλειο, κυριαρχία, κτήση, στον ίδ.