ευαίσθητος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐαίσθητος]], -ον)<br />αυτός που έχει ευερέθιστα αισθητήρια (δηλ. αντιλαμβάνεται [[γρήγορα]] τους εξωτερικούς ή εσωτερικούς ερεθισμούς και αντιδρά σ' αυτούς), ο [[ευπαθής]], ο [[εύθικτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επηρεάζεται εύκολα από διάφορες καιρικές συνθήκες («[[ευαίσθητος]] στο [[κρύο]] ή στη [[ζέστη]]»)<br /><b>2.</b> ο [[ψυχόπονος]], αυτός που συμπαθεί τους πάσχοντες («[[ευαίσθητος]] στον πόνο του άλλου»)<br /><b>3.</b> (για όργανα μετρήσεως) αυτός που [[είναι]] πολύ [[ακριβής]] («ευαίσθητο [[θερμόμετρο]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ευαίσθητη [[ψυχή]]» — αισθαντική [[ψυχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) <b>παθ.</b> αυτός τον οποίο [[είναι]] εύκολο να αισθανθεί ή να αντιληφθεί [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐαίσθητον</i><br />η [[ευαισθησία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευαίσθητα</i> (ΑΜ εὐαισθήτως)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />με [[ευαισθησία]], με [[ταχεία]] [[αντίδραση]] τών αισθήσεων σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς ερεθισμούς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[ταχεία]] [[ευαισθησία]], με γρήγορη [[αντίληψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αισθητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[αισθάνομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>αίσθητος</i>, <i>ανεπ</i>-<i>αίσθητος</i>. Η λ. είχε αρχικά τη [[σημασία]] «αυτός που τον αισθάνεται ή τον αντιλαμβάνεται [[κάποιος]] εύκολα» και, κατ' [[επέκταση]], «αυτός που επηρεάζεται από εξωτερικά, ερεθίσματα και καταστάσεις». Απ' αυτή τη [[σημασία]] κατέληξε να σημαίνει τον πονόψυχο και ευσυγκίνητο].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐαίσθητος]], -ον)<br />αυτός που έχει ευερέθιστα αισθητήρια (δηλ. αντιλαμβάνεται [[γρήγορα]] τους εξωτερικούς ή εσωτερικούς ερεθισμούς και αντιδρά σ' αυτούς), ο [[ευπαθής]], ο [[εύθικτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επηρεάζεται εύκολα από διάφορες καιρικές συνθήκες («[[ευαίσθητος]] στο [[κρύο]] ή στη [[ζέστη]]»)<br /><b>2.</b> ο [[ψυχόπονος]], αυτός που συμπαθεί τους πάσχοντες («[[ευαίσθητος]] στον πόνο του άλλου»)<br /><b>3.</b> (για όργανα μετρήσεως) αυτός που [[είναι]] πολύ [[ακριβής]] («ευαίσθητο [[θερμόμετρο]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ευαίσθητη [[ψυχή]]» — αισθαντική [[ψυχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) <b>παθ.</b> αυτός τον οποίο [[είναι]] εύκολο να αισθανθεί ή να αντιληφθεί [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐαίσθητον</i><br />η [[ευαισθησία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευαίσθητα</i> (ΑΜ εὐαισθήτως)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />με [[ευαισθησία]], με [[ταχεία]] [[αντίδραση]] τών αισθήσεων σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς ερεθισμούς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[ταχεία]] [[ευαισθησία]], με γρήγορη [[αντίληψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αισθητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[αισθάνομαι]]), [[πρβλ]]. <i>αν</i>-<i>αίσθητος</i>, <i>ανεπ</i>-<i>αίσθητος</i>. Η λ. είχε αρχικά τη [[σημασία]] «αυτός που τον αισθάνεται ή τον αντιλαμβάνεται [[κάποιος]] εύκολα» και, κατ' [[επέκταση]], «αυτός που επηρεάζεται από εξωτερικά, ερεθίσματα και καταστάσεις». Απ' αυτή τη [[σημασία]] κατέληξε να σημαίνει τον πονόψυχο και ευσυγκίνητο].
}}
}}

Revision as of 09:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐαίσθητος, -ον)
αυτός που έχει ευερέθιστα αισθητήρια (δηλ. αντιλαμβάνεται γρήγορα τους εξωτερικούς ή εσωτερικούς ερεθισμούς και αντιδρά σ' αυτούς), ο ευπαθής, ο εύθικτος
νεοελλ.
1. αυτός που επηρεάζεται εύκολα από διάφορες καιρικές συνθήκες («ευαίσθητος στο κρύο ή στη ζέστη»)
2. ο ψυχόπονος, αυτός που συμπαθεί τους πάσχοντες («ευαίσθητος στον πόνο του άλλου»)
3. (για όργανα μετρήσεως) αυτός που είναι πολύ ακριβής («ευαίσθητο θερμόμετρο»)
4. φρ. «ευαίσθητη ψυχή» — αισθαντική ψυχή
αρχ.
1. (για πράγματα) παθ. αυτός τον οποίο είναι εύκολο να αισθανθεί ή να αντιληφθεί κάποιος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐαίσθητον
η ευαισθησία.
επίρρ...
ευαίσθητα (ΑΜ εὐαισθήτως)
νεοελλ.-μσν.
με ευαισθησία, με ταχεία αντίδραση τών αισθήσεων σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς ερεθισμούς
μσν.-αρχ.
με ταχεία ευαισθησία, με γρήγορη αντίληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αισθητός (< αισθάνομαι), πρβλ. αν-αίσθητος, ανεπ-αίσθητος. Η λ. είχε αρχικά τη σημασία «αυτός που τον αισθάνεται ή τον αντιλαμβάνεται κάποιος εύκολα» και, κατ' επέκταση, «αυτός που επηρεάζεται από εξωτερικά, ερεθίσματα και καταστάσεις». Απ' αυτή τη σημασία κατέληξε να σημαίνει τον πονόψυχο και ευσυγκίνητο].