θεμισκόπος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεμισκόπος]], -ον (Α)<br />αυτός που επισκοπεί τον νόμο, αυτός που επιτηρεί τον νόμο, τη [[δικαιοσύνη]] και την [[τάξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέμις]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]] «[[παρατηρώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> [[κατά]]-<i>σκοπος</i>, <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>].
|mltxt=[[θεμισκόπος]], -ον (Α)<br />αυτός που επισκοπεί τον νόμο, αυτός που επιτηρεί τον νόμο, τη [[δικαιοσύνη]] και την [[τάξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέμις]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]] «[[παρατηρώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> [[κατά]]-<i>σκοπος</i>, <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θεμισκόπος:''' -ον, αυτός που επιτηρεί το νόμο και επιβλέπει την [[τάξη]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμισκόπος Medium diacritics: θεμισκόπος Low diacritics: θεμισκόπος Capitals: ΘΕΜΙΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: themiskópos Transliteration B: themiskopos Transliteration C: themiskopos Beta Code: qemisko/pos

English (LSJ)

ον,

   A seeing to law and justice, Pi.N.7.47.

Greek (Liddell-Scott)

θεμισκόπος: -ον, ὁ ἐπισκοπῶν τὸν νόμον καὶ τὴν τάξιν, Πίνδ. Ν. 7. 69.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui examine avec justice.
Étymologie: θέμις, σκοπέω.

English (Slater)

θεμισκόπος
   1 watching over by divine ordinance c. dat. (Νεοπτόλεμον) ἡροίαις πομπαῖς θεμισκόπον οἰκεῖν ἐόντα πολυθύτοις (N. 7.47)

Greek Monolingual

θεμισκόπος, -ον (Α)
αυτός που επισκοπεί τον νόμο, αυτός που επιτηρεί τον νόμο, τη δικαιοσύνη και την τάξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + -σκοπος (< σκέπτομαι «παρατηρώ»), πρβλ. κατά-σκοπος, οιωνο-σκόπος].

Greek Monotonic

θεμισκόπος: -ον, αυτός που επιτηρεί το νόμο και επιβλέπει την τάξη, σε Πίνδ.