θυμοειδής: Difference between revisions
(17) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[θυμοειδής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[ορμητικός]], [[ζωηρός]]<br /><b>2.</b> [[οξύθυμος]]<br /><b>3.</b> (στην πλατ. φιλοσ.) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θυμοειδές</i><br />το ένα από τα [[τρία]] επίπεδα της ψυχής, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το επιθυμητικό και το λογιστικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (αντίθ. του [[άθυμος]])<br />αναπτερωμένος, ενθαρρυμένος, [[γεμάτος]] [[θάρρος]]<br /><b>2.</b> (αντίθ. του [[οργίλος]]) [[ήρεμος]]<br /><b>3.</b> (αντίθ. του [[πραΰς]]) [[παράφορος]], [[παθιασμένος]]<br /><b>4.</b> (για άλογα) [[άγριος]], [[δυσήνιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θυμοειδῶς</i> (Α)<br />με [[θάρρος]], τολμηρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυμο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |mltxt=-ές (Α [[θυμοειδής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[ορμητικός]], [[ζωηρός]]<br /><b>2.</b> [[οξύθυμος]]<br /><b>3.</b> (στην πλατ. φιλοσ.) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θυμοειδές</i><br />το ένα από τα [[τρία]] επίπεδα της ψυχής, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το επιθυμητικό και το λογιστικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (αντίθ. του [[άθυμος]])<br />αναπτερωμένος, ενθαρρυμένος, [[γεμάτος]] [[θάρρος]]<br /><b>2.</b> (αντίθ. του [[οργίλος]]) [[ήρεμος]]<br /><b>3.</b> (αντίθ. του [[πραΰς]]) [[παράφορος]], [[παθιασμένος]]<br /><b>4.</b> (για άλογα) [[άγριος]], [[δυσήνιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θυμοειδῶς</i> (Α)<br />με [[θάρρος]], τολμηρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυμο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θῡμοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]),<br /><b class="num">1.</b> [[εύθυμος]], [[θαρραλέος]], [[ζωηρός]], Λατ. [[animosus]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ορμητικός]], [[οξύθυμος]], στο ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A high-spirited, τὸ θ. Hp.Aër.12; opp. ἄθυμος, Pl. R.456a; opp. ὀργίλος, ib.411c. 2 passionate, hot-tempered, opp. πραΰς, ib.375c. b of horses, mettled, X.Mem.4.1.3; opp. εὐπειθέστατος, Id.Smp.2.10: Comp., opp. βλακωδέστερος, Id.Eq.9.1. 3 Philos., τὸ θ. spirit, passion, opp. τὸ λογιστικόν, τὸ ἐπιθυμητικόν, Pl. R.440e, al., cf. D.L.3.67. Adv. -δῶς Hdn.4.3.3.
German (Pape)
[Seite 1223] ές, muthig. zornig, Ggstz ἄθυμος, Plat. Rep. V, 456 a; πραεῖα φύσις II, 375 e; unterschieden von ἀκρόχολοι u. ὀργίλοι, III, 411 c; Pferde, καὶ μαχητικοί, V, 467 e; Xen. Hipp. 10, 17. Ggstz von εὐπειθής, Mem. 4, 2, 25 u. öfter; von βλάξ, Hipp. 9, 1; καὶ εὔτολμος Hdn. 8, 1, 6; τὸ θυμοειδές, der Zorn, D. L. 3, 67; Muth, Plut. virt. mor. 6. – Advb., Sp., wie Hdn. 4, 3, 7.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμοειδής: -ές, εὔθυμος, θαρραλέος, ζωηρός, Λατ. animosus, ἀντιτίθεται τῷ ἄθυμος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 288, Πλάτ. Πολ. 456 Α˙ τῷ ὀργίλος, αὐτόθι 411C τῷ βλακώδης, Ξεν. Ἱππ. 9, 1. 2) ὁρμητικός, ὀξύθυμος, ἀντίθετον τῷ πραΰς, Πλάτ. Πολ. 375C ἐπὶ ἵππων, δυσπειθής, ἄγριος, ἀντίθετον τῷ εὐπειθής, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 25, Συμπ. 2, 10. 3) ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ τοῦ Πλάτωνος, τὸ θυμοειδὲς ἦτο τὸ μέρος τῆς ψυχῆς ὅπερ εἶναι ἕδρα τοῦ θάρρους, τῆς ἐλπίδος, τῆς ὀργῆς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐπιθυμητικὸν (ὅπερ εἶναι ἔδρα τῶν ὀρέξεων καὶ ὁρμῶν), Πολ. 410Β, 141 Α, κἑξ., πρβλ. Διογ. Λ. 3. 67, καὶ ἴδε θυμὸς ΙΙ. 3. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἡρῳδιαν. 4. 3.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 d’un caractère résolu, courageux;
2 irascible, querelleur ; en parl. de chevaux rétif, ombrageux.
Étymologie: θυμός, εἶδος.
Greek Monolingual
-ές (Α θυμοειδής, -ές)
1. ορμητικός, ζωηρός
2. οξύθυμος
3. (στην πλατ. φιλοσ.) το ουδ. ως ουσ. το θυμοειδές
το ένα από τα τρία επίπεδα της ψυχής, σε αντιδιαστολή προς το επιθυμητικό και το λογιστικό
αρχ.
1. (αντίθ. του άθυμος)
αναπτερωμένος, ενθαρρυμένος, γεμάτος θάρρος
2. (αντίθ. του οργίλος) ήρεμος
3. (αντίθ. του πραΰς) παράφορος, παθιασμένος
4. (για άλογα) άγριος, δυσήνιος.
επίρρ...
θυμοειδῶς (Α)
με θάρρος, τολμηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -ειδής].
Greek Monotonic
θῡμοειδής: -ές (εἶδος),
1. εύθυμος, θαρραλέος, ζωηρός, Λατ. animosus, σε Πλάτ., Ξεν.
2. ορμητικός, οξύθυμος, στο ίδ.