κηρύλος: Difference between revisions
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[κηρύλος]] και [[κειρύλος]])<br />μυθικό θαλάσσιο [[πτηνό]] του είδους της αλκυόνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κηρ</i>-<i>ύλος</i> [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. -<i>ύλος</i> θεωρείται υποκοριστική. Το αρχικό θ. [[είναι]] [[είτε]] το <i>κηα</i>- (<b>[[πρβλ]].</b>) αρχ. ινδ. <i>ś</i><i>ā</i><i>ra</i>- «[[στικτός]]» και <i>săr</i><i>ī</i>- ([[ονομασία]] πτηνού), [[οπότε]] η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ke</i>-<i>ro</i>-, πιθ. δηλωτική χρώματος, [[είτε]] <i>κηλ</i>- ([[κηρύλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κηλ</i>-<i>ύλος</i> με [[ανομοίωση]]), [[οπότε]] η λ. συνδέεται με το [[κελαινός]] «[[μαύρος]], [[σκοτεινός]]» ή, κατ' επικρατέστερη [[άποψη]], με το [[κήλων]] «[[επιβήτορας]]» (<b>[[πρβλ]].</b> τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[κηρύλος]]<br />[[ἄρσην]] [[ὄρνις]] [[συνουσιαστικός]]). Τέλος, η γρφ. [[κειρύλος]] οφείλεται σε [[λογοπαίγνιο]] του Αριστοφάνη που συνδέει κωμικά τη λ. με το ρ. [[κείρω]]. | |mltxt=ο (Α [[κηρύλος]] και [[κειρύλος]])<br />μυθικό θαλάσσιο [[πτηνό]] του είδους της αλκυόνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κηρ</i>-<i>ύλος</i> [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. -<i>ύλος</i> θεωρείται υποκοριστική. Το αρχικό θ. [[είναι]] [[είτε]] το <i>κηα</i>- (<b>[[πρβλ]].</b>) αρχ. ινδ. <i>ś</i><i>ā</i><i>ra</i>- «[[στικτός]]» και <i>săr</i><i>ī</i>- ([[ονομασία]] πτηνού), [[οπότε]] η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ke</i>-<i>ro</i>-, πιθ. δηλωτική χρώματος, [[είτε]] <i>κηλ</i>- ([[κηρύλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κηλ</i>-<i>ύλος</i> με [[ανομοίωση]]), [[οπότε]] η λ. συνδέεται με το [[κελαινός]] «[[μαύρος]], [[σκοτεινός]]» ή, κατ' επικρατέστερη [[άποψη]], με το [[κήλων]] «[[επιβήτορας]]» (<b>[[πρβλ]].</b> τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[κηρύλος]]<br />[[ἄρσην]] [[ὄρνις]] [[συνουσιαστικός]]). Τέλος, η γρφ. [[κειρύλος]] οφείλεται σε [[λογοπαίγνιο]] του Αριστοφάνη που συνδέει κωμικά τη λ. με το ρ. [[κείρω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κηρύλος:''' [ῠ], ὁ, αλκυόνη. Ο [[τύπος]] <i>κείρυλος</i> είναι [[σκώμμα]] του Αριστοφ., με το οποίο αποκαλούνταν ο [[κουρέας]] Σποργίλος (από το [[κείρω]]), «ξυραφοπούλι». | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, fabulous sea-bird, sts. identified with ἀλκυών, or the male of that species (cf. Antig. ap. Hsch.), Alcm.26.2, Archil.141 (cf. 49 D.), Arist.HA593b12, Clearch.73, Ael.NA5.48: κειρύλος, Ar. Av.300 (cf. Sch.ad loc., Hsch.), applied to the barber Sporgilos (from κείρω).
German (Pape)
[Seite 1434] ὁ (vgl. κειρύλος), ein Meervogel, nach Antig. Car. 27 das Männchen des Eisvogels, ἁλκυών; Ar. Av. 300; Arist. H. A. 8, 3; vgl. Schol. Ar. Vesp. 99 u. Mosch. 3, 42 u. Leutsch im Philolog. II, 1 p. 22.
Greek (Liddell-Scott)
κηρύλος: ῡ, ὁ, εἶδος θαλασσίου πτηνοῦ ἐκ τοῦ εἴδους τῆς ἁλκυόνος, ἴσως τὸ Alcedo rudis, Ἀλκμὰν 12, Ἀρχίλ. 130, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 14, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332Ε. Ὁ τύπος κειρύλος, μνημονευόμενος ὑπό τινων Γραμματ. ὡς Ἀττικός, ὀφείλεται πιθανῶς εἰς τὸ σκῶμμα τὸ ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 300, ἔνθα οὕτω καλεῖται ὁ κουρεὺς Σποργίλος (ἐκ τοῦ κείρω), «ξυραφοποῦλι», οὕτως εἰπεῖν.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
halcyon mâle oiseau de mer, martin-pêcheur.
Étymologie: DELG cf. skr. śārá- « bariolé », śārí, nom d’un oiseau.
Greek Monolingual
ο (Α κηρύλος και κειρύλος)
μυθικό θαλάσσιο πτηνό του είδους της αλκυόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κηρ-ύλος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. -ύλος θεωρείται υποκοριστική. Το αρχικό θ. είναι είτε το κηα- (πρβλ.) αρχ. ινδ. śāra- «στικτός» και sărī- (ονομασία πτηνού), οπότε η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ke-ro-, πιθ. δηλωτική χρώματος, είτε κηλ- (κηρύλος < κηλ-ύλος με ανομοίωση), οπότε η λ. συνδέεται με το κελαινός «μαύρος, σκοτεινός» ή, κατ' επικρατέστερη άποψη, με το κήλων «επιβήτορας» (πρβλ. τη γλώσσα του Ησύχ. κηρύλος
ἄρσην ὄρνις συνουσιαστικός). Τέλος, η γρφ. κειρύλος οφείλεται σε λογοπαίγνιο του Αριστοφάνη που συνδέει κωμικά τη λ. με το ρ. κείρω.
Greek Monotonic
κηρύλος: [ῠ], ὁ, αλκυόνη. Ο τύπος κείρυλος είναι σκώμμα του Αριστοφ., με το οποίο αποκαλούνταν ο κουρέας Σποργίλος (από το κείρω), «ξυραφοπούλι».