μελέτημα: Difference between revisions
(24) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑM [[μελέτημα]]) [[μελετώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[προϊόν]] της μελέτης, της σπουδής, η [[πραγματεία]], η [[διατριβή]] («ιστορικά μελετήματα»)<br /><b>2.</b> το να αναφέρει [[κανείς]] κάποιον ή [[κάτι]] με το όνομά του, η [[αναφορά]], η [[μνεία]] κάποιου («και το μελέτημά του, [[απλώς]], μέ ενοχλεί»)<br /><b>μσν.</b><br />[[σκέψη]], [[στοχασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άσκηση]], [[εξάσκηση]], [[γύμνασμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μελετήματα φωνής» — [[γραμματικά]] παραδείγματα. | |mltxt=το (ΑM [[μελέτημα]]) [[μελετώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[προϊόν]] της μελέτης, της σπουδής, η [[πραγματεία]], η [[διατριβή]] («ιστορικά μελετήματα»)<br /><b>2.</b> το να αναφέρει [[κανείς]] κάποιον ή [[κάτι]] με το όνομά του, η [[αναφορά]], η [[μνεία]] κάποιου («και το μελέτημά του, [[απλώς]], μέ ενοχλεί»)<br /><b>μσν.</b><br />[[σκέψη]], [[στοχασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άσκηση]], [[εξάσκηση]], [[γύμνασμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μελετήματα φωνής» — [[γραμματικά]] παραδείγματα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελέτημα:''' ατος τό занятие, упражнение (τῶν φιλοσόφων Plat.; τὰ πρὸς πόλεμον μελετήματα Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A practice, exercise, Pl.Phd.67d, X.Cyr.8.1.43 (pl.), Critias 6.1; αἰσχρῶν ἔργων μ. E.Fr.910 (anap., nisi leg. μελέδημα) ; τὰ πρὸς πόλεμον μ. practice for... X.Eq.11.13. 2 μελετήματα φωνῆς grammatical examples, A.D.Synt.277.26.
German (Pape)
[Seite 122] τό, Uebung; αἰσχρῶν ἔργων, Eur. fr. inc. 101; τὰ πρὸς πόλεμον μ., Xen. re equ. 11, 13; τὰ ἐλευθέρια μ., Studien, Cyr. 8, 1, 43; Plat. Phaed. 67 d.
Greek (Liddell-Scott)
μελέτημα: τό, σπουδή, μελέτη, ἐξάσκησις, Πλάτ. Φαίδ. 67D, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 43, Κριτίας 2. 1· αἰσχρῶν ἔργων Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 101· μ. πρός τι, ἄσκησις εἴς τι, Ξεν. Ἱππ. 11, 13.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
étude, exercice pratique.
Étymologie: μελετάω.
Greek Monolingual
το (ΑM μελέτημα) μελετώ
νεοελλ.
1. το προϊόν της μελέτης, της σπουδής, η πραγματεία, η διατριβή («ιστορικά μελετήματα»)
2. το να αναφέρει κανείς κάποιον ή κάτι με το όνομά του, η αναφορά, η μνεία κάποιου («και το μελέτημά του, απλώς, μέ ενοχλεί»)
μσν.
σκέψη, στοχασμός
αρχ.
1. άσκηση, εξάσκηση, γύμνασμα
2. φρ. «μελετήματα φωνής» — γραμματικά παραδείγματα.
Russian (Dvoretsky)
μελέτημα: ατος τό занятие, упражнение (τῶν φιλοσόφων Plat.; τὰ πρὸς πόλεμον μελετήματα Xen.).