μολοβρός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(25)
(5)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μολοβρός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για επαίτη) αυτός που σπεύδει [[προς]] τη [[βορά]], [[ακόρεστος]] στην [[τροφή]], [[γαστρίμαργος]], [[λαίμαργος]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[μολοβρός]], -<i>ή</i>, -<i>όν</i> αυτός που [[μόλις]] αυξάνεται, [[χαμηλός]], [[ταπεινός]] («μολοβρὴ [[ῥίζα]]» ή «μολοβρὴ [[κεφαλή]]» — η [[ρίζα]], ή [[κεφαλή]] φυτού που [[μόλις]] αναπτύσσεται, [[μόλις]] προβάλλει από το [[έδαφος]], <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για την ονομ. ενός ζώου που έχει αποδοθεί ως [[παρωνύμιο]] σε έναν επαίτη. Η λ. πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], [[μολύνω]] <span style="color: red;">+</span> [[ὄβρια]], [[ὀβρίκαλα]] «[[βλαστάρι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[μολεύω]]) <span style="color: red;">+</span> [[βορά]], [[οπότε]] θα είχε τη σημ. «το ζώο που τρώει τρυφερούς βλαστούς». Λιγότερο πιθανή [[είναι]] η [[άποψη]] ότι προέρχεται από τη φρ. «ἀπὸ τοῡ [[μολεῖν]] καὶ παραγίνεσθαι πρὸς βορὰν καὶ τροφήν». Ο τ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>morogoro</i> ως ανθρωπωνύμιο].
|mltxt=[[μολοβρός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για επαίτη) αυτός που σπεύδει [[προς]] τη [[βορά]], [[ακόρεστος]] στην [[τροφή]], [[γαστρίμαργος]], [[λαίμαργος]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[μολοβρός]], -<i>ή</i>, -<i>όν</i> αυτός που [[μόλις]] αυξάνεται, [[χαμηλός]], [[ταπεινός]] («μολοβρὴ [[ῥίζα]]» ή «μολοβρὴ [[κεφαλή]]» — η [[ρίζα]], ή [[κεφαλή]] φυτού που [[μόλις]] αναπτύσσεται, [[μόλις]] προβάλλει από το [[έδαφος]], <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για την ονομ. ενός ζώου που έχει αποδοθεί ως [[παρωνύμιο]] σε έναν επαίτη. Η λ. πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], [[μολύνω]] <span style="color: red;">+</span> [[ὄβρια]], [[ὀβρίκαλα]] «[[βλαστάρι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[μολεύω]]) <span style="color: red;">+</span> [[βορά]], [[οπότε]] θα είχε τη σημ. «το ζώο που τρώει τρυφερούς βλαστούς». Λιγότερο πιθανή [[είναι]] η [[άποψη]] ότι προέρχεται από τη φρ. «ἀπὸ τοῡ [[μολεῖν]] καὶ παραγίνεσθαι πρὸς βορὰν καὶ τροφήν». Ο τ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>morogoro</i> ως ανθρωπωνύμιο].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μολοβρός:''' ὁ, [[λαίμαργος]] [[τύπος]], [[αχόρταγος]] [[άνθρωπος]], λέγεται για ζητιάνο, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 199] ὁ, nach der Erkl. der Alten ὁ μολὼν ἐπὶ βοράν, der Landstreicher und Bettler, der sich bei Andern Essen erbettelt, nach Riemer mit μῶλυς, μωλύνω, mollis zusammenhangend, ein fauler Fettwanst; Od. 17, 219. 18, 26; vgl. Lycophr. 775; μολοβρὸς καὶ ἀνέστιος, Nicet. – Bei Nic. Ther. 662 ist κεφαλὴ πεδόεσσα μ ολοβρή so viel wie χαμηλή, ταπεινή, Andere lesen aber μολυβρή, = μολυβδοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

μολοβρός: ὁ, ὁ ἀκόρεστος τροφῆς, λαίμαργος ἄνθρωπος, γαστρίμαργος, ἀναφερόμ. εἰς ἐπαίτην, Ὀδ. Ρ. 219., Σ. 26· ‒ ὡσαύτως ὡς ἐπίθ., μολοβρὴ ῥίζα, ταπεινή, μόλις αὐξανόμενη, Νικ. Θ. 662. (Κατὰ τοὺς Γραμμ., ὁ μολὼν ἐπὶ βοράν· ἀλλ᾿ αἱ λέξεις μολόβριον, μολοβρίτης προφανῶς σχετίζουσι τὸ μολοβρὸς πρὸς τὴν ἔννοιαν τοῦ χοίρου· καὶ ἂν ἡ ῥίζα εἶναι (ὡς ὁ Κούρτ. νομίζει) ἡ αὐτὴ καὶ τοῦ μέλας, μολύνω, ἡ κυριολεκτικὴ σημασία αὐτοῦ θὰ εἶναι, μέλας ἢ ῥυπαρὸς χοῖρος).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
gourmand ; parasite.
Étymologie: DELG étym. obscure ; DELG suppl. *μόλος (cf. skr. málam « boue ») et *gwerh3 « manger » : « qui mange des ordures », terme injurieux.

English (Autenrieth)

glutton, gormandizer, Od. 17.219 and Od. 18.26.

Greek Monolingual

μολοβρός, ὁ (Α)
1. (για επαίτη) αυτός που σπεύδει προς τη βορά, ακόρεστος στην τροφή, γαστρίμαργος, λαίμαργος
2. ως επίθ. μολοβρός, -ή, -όν αυτός που μόλις αυξάνεται, χαμηλός, ταπεινός («μολοβρὴ ῥίζα» ή «μολοβρὴ κεφαλή» — η ρίζα, ή κεφαλή φυτού που μόλις αναπτύσσεται, μόλις προβάλλει από το έδαφος, Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για την ονομ. ενός ζώου που έχει αποδοθεί ως παρωνύμιο σε έναν επαίτη. Η λ. πιθ. < μέλας, μολύνω + ὄβρια, ὀβρίκαλα «βλαστάρι» (πρβλ. μολεύω) + βορά, οπότε θα είχε τη σημ. «το ζώο που τρώει τρυφερούς βλαστούς». Λιγότερο πιθανή είναι η άποψη ότι προέρχεται από τη φρ. «ἀπὸ τοῡ μολεῖν καὶ παραγίνεσθαι πρὸς βορὰν καὶ τροφήν». Ο τ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη μορφή morogoro ως ανθρωπωνύμιο].

Greek Monotonic

μολοβρός: ὁ, λαίμαργος τύπος, αχόρταγος άνθρωπος, λέγεται για ζητιάνο, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).