μυθιήτης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(26)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυθιήτης]] και [[μυθίτης]], ὁ (Α)<br />ο [[στασιαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῦθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιήτης</i> / -[[ίτης]], πιθ. [[κατά]] το [[πολιήτης]] (για τη σημ. της λ. <b>πρβλ.</b> [[μύθαρχοι]], [[μυθητήρες]])].
|mltxt=[[μυθιήτης]] και [[μυθίτης]], ὁ (Α)<br />ο [[στασιαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῦθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιήτης</i> / -[[ίτης]], πιθ. [[κατά]] το [[πολιήτης]] (για τη σημ. της λ. <b>πρβλ.</b> [[μύθαρχοι]], [[μυθητήρες]])].
}}
{{elru
|elrutext='''μῡθιήτης:''' ου ὁ Anacr. v. l. = *[[μυθίτης]].
}}
}}

Revision as of 00:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡθῐήτης Medium diacritics: μυθιήτης Low diacritics: μυθιήτης Capitals: ΜΥΘΙΗΤΗΣ
Transliteration A: mythiḗtēs Transliteration B: mythiētēs Transliteration C: mythiitis Beta Code: muqih/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, in pl.,

   A = στασιασταί, στασιῶται, Anacr.16 (cf. μυθητῆρες, μύθαρχοι, μῦθος 111); in sg., οὐ μ., οὐ δικασπόλος κεῖνος (sc. Νίνος) Phoen.1.7.

German (Pape)

[Seite 214] ὁ, = μυθητής; nach Apoll. L. H. braucht es Anacr. = στασιώτης. Bei Ath. XII, 530 e in einem Verse des Phoenix Caloph. stand sonst μυθιητής, jetzt μὴν θυητής.

Greek (Liddell-Scott)

μῡθιήτης: ἴδε μυθίτης.

Greek Monolingual

μυθιήτης και μυθίτης, ὁ (Α)
ο στασιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + κατάλ. -ιήτης / -ίτης, πιθ. κατά το πολιήτης (για τη σημ. της λ. πρβλ. μύθαρχοι, μυθητήρες)].

Russian (Dvoretsky)

μῡθιήτης: ου ὁ Anacr. v. l. = *μυθίτης.