παραπείθω: Difference between revisions

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
(31)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[πείθω]]<br />[[παραπλανώ]] κάποιον με την [[πειθώ]], [[εξαπατώ]], [[ξεγελώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσελκύω]] κάποιον με την [[πειθώ]].
|mltxt=ΝΜΑ [[πείθω]]<br />[[παραπλανώ]] κάποιον με την [[πειθώ]], [[εξαπατώ]], [[ξεγελώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσελκύω]] κάποιον με την [[πειθώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραπείθω:''' μέλ. -[[πείσω]], [[πείθω]] σταδιακά, [[καταπείθω]], [[δελεάζω]], σε Όμηρ., σε Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ [[παραιπεπίθῃσιν]], μτχ. <i>παρ-πεπῐθών</i>.
}}
}}

Revision as of 00:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπείθω Medium diacritics: παραπείθω Low diacritics: παραπείθω Capitals: ΠΑΡΑΠΕΙΘΩ
Transliteration A: parapeíthō Transliteration B: parapeithō Transliteration C: parapeitho Beta Code: parapei/qw

English (LSJ)

fut.

   A -πείσω Com.Adesp.25.17 D. (dub.) : Ep.aor. παρ- or παραι-πέπῐθον :—win by persuasive arts, prevail upon, Il. 24.208 ; Πηλείωνα . . σπουδῇ παρπεπιθόντες 23.37, cf. 606, Od.24.119 ; freq. with a notion of deceit or guile, beguile, cajole, ὅς μ' ἄγε παρπεπιθὼν ᾗσι φρεσί Od. 14.290 : c. acc. et inf., μή σε ἔπεσσι παραιπεπίθῃσιν Ὀδυσσεὺς μνηστήρεσσι μάχεσθαι 22.213 ; παράπεισον . . ἐλθεῖν . . Ἰσμηνόν E. Supp.60(lyr.) :—rare in Prose, μή πῃ πρεσβύτας ἡμᾶς ὄντας . . παραπείσῃ may cajole us, Pl.Lg.892d, cf. Nic.Dam.130.24J. :—Pass., παραπεπεῖσθαι to be beguiled into doing a thing, Arist.LI969b17.

German (Pape)

[Seite 492] auf listige, betrügerische Weise überreden, beschwatzen, durch listiges Zureden besänftigen, auch ohne den Nebenbegriff des Betrugs, ὡς εἰπὼν παρέπεισεν ἀδελφειοῦ φρένας, Il. 13, 788. 23, 606 u. öfter, σπουδῇ παρπεπιθόντες ἑταίρου χωόμενον κῆρ, 23, 37, vgl. Od. 24, 119; auch in der poet. Form παραιπεπιθοῦσα, Il. 23, 40, wie Μέντορ, μή σ' ἐπέεσσι παραιπεπίθῃσιν Ὀδύσσεύς, Od. 22, 213; παράπεισον δὲ σόν, ὃν λισσόμεθ', ἐλθεῖν τέκνον, Eur. Suppl. 60; und in Prosa, μή πη πρεσβύτας ἡμᾶς ὄντας παραπείσῃ ὁ λόγος Plat. Legg. X, 892 d, u. Folgde, wie Luc. Pisc. 18.

Greek (Liddell-Scott)

παραπείθω: μέλλ. -πείσω, Ἐπικ. ἀόρ. παρ- ἢ παραιπέπιθον· - προσελκύω διὰ τῆς πειθοῦς, καταπείθω, Πηλείωνα ... σπουδῇ παρπεπιθόντες Ἰλ. Ψ. 37, πρβλ. Ὀδ. Ω. 119· συχνάκις μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ ἐξαπατᾶν ἢ δολιεύεσθαι, ἐπέεσαι παραιπεπιθοῦσα φίλον κῆρ Ἰλ. Ξ. 208· παρέπεισεν ἀδελφειοῦ φρένας Ν. 788, πρβλ. Ζ. 120· ὅς μ’ ἄγε παρπεπιθὼν ᾗσι φρεσὶ Ὀδ. Ξ. 290· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., μή σ’ ἐπέεσι παραιπεπίθῃσιν Ὀδυσσεύς, μνηστήρεσσι μάχεσθαι Ὀδ. Χ. 313· παράπεισον ... ἐλθεῖν ... Ἰσμηνόν Εὐρ. Ἱκέτ. 59· - σπάνιον παρὰ πεζολόγοις, μή πῃ πρεσβύτας ἡμᾶς ὄντας ... παραπείσῃ, μᾶς ἐξαπατήσῃ, Πλάτ. Νόμ. 892D. - Παθ., παραπεπεῖσθαι, Ἀριστ. de Lin. Insec 21.

French (Bailly abrégé)

ao. παρέπεισα, pf. Pass. παραπέπεισμαι, etc.
1 persuader peu à peu, finir par persuader;
2 séduire par de faux raisonnements, persuader insidieusement : τινα qqn.
Étymologie: παρά, πείθω.

English (Autenrieth)

aor. 1 παρέπεισε, aor. 2 redup. subj. παραιπεπίθῃσι, part. -θοῦσα, sync. παρπεπιθών: win over by persuasion, gain over, coax, wheedle, Il. 7.120; w. inf., Od. 22.213.

Greek Monolingual

ΝΜΑ πείθω
παραπλανώ κάποιον με την πειθώ, εξαπατώ, ξεγελώ
αρχ.
προσελκύω κάποιον με την πειθώ.

Greek Monotonic

παραπείθω: μέλ. -πείσω, πείθω σταδιακά, καταπείθω, δελεάζω, σε Όμηρ., σε Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ παραιπεπίθῃσιν, μτχ. παρ-πεπῐθών.