ὀβελίας: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(28)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀβελίας]] και ὀβέλιος και [[ὀβελίτης]])<br /><b>ως επίθ.</b> ψημένος στη [[σούβλα]] («[[ὀβελίας]] [[ἄρτος]]», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρνί]] που ψήνεται στη [[σούβλα]], [[ιδίως]] το [[Πάσχα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ὀβελίας]] [[ἄρτος]]»<br />(στην Αλεξάνδρεια), [[άρτος]] που κόστιζε έναν οβολό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀβελός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ορνιθ</i>-<i>ίας</i>, <i>τρυγ</i>-<i>ίας</i>). Ο τ. <i>ὀβέλιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὀβελός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρύγ</i>-<i>ιος</i>), ενώ ο τ. [[ὀβελίτης]] <span style="color: red;"><</span> [[ὀβελός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>νεφρ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ο (Α [[ὀβελίας]] και ὀβέλιος και [[ὀβελίτης]])<br /><b>ως επίθ.</b> ψημένος στη [[σούβλα]] («[[ὀβελίας]] [[ἄρτος]]», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρνί]] που ψήνεται στη [[σούβλα]], [[ιδίως]] το [[Πάσχα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ὀβελίας]] [[ἄρτος]]»<br />(στην Αλεξάνδρεια), [[άρτος]] που κόστιζε έναν οβολό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀβελός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ορνιθ</i>-<i>ίας</i>, <i>τρυγ</i>-<i>ίας</i>). Ο τ. <i>ὀβέλιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὀβελός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρύγ</i>-<i>ιος</i>), ενώ ο τ. [[ὀβελίτης]] <span style="color: red;"><</span> [[ὀβελός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>νεφρ</i>-[[ίτης]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀβελίᾱς:''' adj. m поджаренный на вертеле ([[ἄρτος]] Arph.).
}}
}}

Revision as of 00:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀβελίας Medium diacritics: ὀβελίας Low diacritics: οβελίας Capitals: ΟΒΕΛΙΑΣ
Transliteration A: obelías Transliteration B: obelias Transliteration C: ovelias Beta Code: o)beli/as

English (LSJ)

ἄρτος, ὁ, roll or loaf

   A baked or toasted on a spit, Hp.Vict.2.42, Ar.Fr.103, Ph.2.273, cf. Moer.p.287 P. ; without ἄρτος, Pherecr.55, Nicopho 15 :—also ὀβέλιος, CIG3597b (Ilium) ; and ὀβελίτης (q. v.). But in ABIII we have ὀβολίας ἄρτους· τοὐς ὀβολοῦ πωλουμένους, Ἀριστοφάνης Πελαργοῖς (Fr.440).— Ath.3.111b writes it ὀβελίας and gives both interpretations.

German (Pape)

[Seite 289] ὁ, auch ὀβελίτης ἄρτος, ὁ, eine Art Brot od. Kuchen, am Spieße gebacken oder geröstet, od. = ὀβολίας; comic. Ath. III, 111 b; vgl. Böckh Staatshaushalt I p. 106 ff.; Ath. XIV, 645 c neben anderen Kuchensorten genannt, von Nicochar.

Greek (Liddell-Scott)

ὀβελίας: ἄρτος, ὁ, ἄρτος ἢ ζυμαρικὸν ὠπτημένον ἐν ὀβελῷ, Ἱππ. 356. 13, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 158· ὡσαύτως ἄνευ τοῦ ἄρτος, Φερεκρ. ἐν «’Επιλήσμονι» 1, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσιν» 2· πρβλ. Böckh. P. E. 1. 132· ὡσαύτως ὀβέλιος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3597b· καὶ ὀβελίτης ὃ ἴδε. - Ἀλλ’ ἐν Α. Β. 111 ἔχομεν «ὀβελίας ἄρτους· τοὺς ὀβολοῦ πωλουμένους, Ἀριστοφάνης Πελαργοῖς» (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 384). Παρ’ Ἀθην. 111Β φέρεται ὀβελίας, καὶ ὑπάρχουσιν αὐτόθι ἀμφότεραι αἱ ἑρμηνεῖαι.

Greek Monolingual

ο (Α ὀβελίας και ὀβέλιος και ὀβελίτης)
ως επίθ. ψημένος στη σούβλαὀβελίας ἄρτος», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
αρνί που ψήνεται στη σούβλα, ιδίως το Πάσχα
αρχ.
φρ. «ὀβελίας ἄρτος»
(στην Αλεξάνδρεια), άρτος που κόστιζε έναν οβολό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελός + κατάλ. -ίας (πρβλ. ορνιθ-ίας, τρυγ-ίας). Ο τ. ὀβέλιος < ὀβελός + κατάλ. -ιος (πρβλ. τρύγ-ιος), ενώ ο τ. ὀβελίτης < ὀβελός + επίθημα -ίτης (πρβλ. νεφρ-ίτης)].

Russian (Dvoretsky)

ὀβελίᾱς: adj. m поджаренный на вертеле (ἄρτος Arph.).