ὀξίς: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀξίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> πήλινο ή μεταλλικό [[αγγείο]] για το [[ξίδι]], ξιδερό<br /><b>2.</b> (στην Αθήνα) [[μονάδα]] μέτρησης ισοδύναμη με το [[ὀξύβαφον]]<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[οξαλίδα]]<br /><b>4.</b> (στον <b>Αριστοφ.</b>) [[χαρακτηρισμός]] ανθρώπου με μικρό [[ανάστημα]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ὀξίδες</i><br />οι οξύτητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄξος]] «[[ξίδι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>λεπ</i>-<i>ίς</i>)].
|mltxt=[[ὀξίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> πήλινο ή μεταλλικό [[αγγείο]] για το [[ξίδι]], ξιδερό<br /><b>2.</b> (στην Αθήνα) [[μονάδα]] μέτρησης ισοδύναμη με το [[ὀξύβαφον]]<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[οξαλίδα]]<br /><b>4.</b> (στον <b>Αριστοφ.</b>) [[χαρακτηρισμός]] ανθρώπου με μικρό [[ανάστημα]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ὀξίδες</i><br />οι οξύτητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄξος]] «[[ξίδι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>λεπ</i>-<i>ίς</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀξίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[ὄξος]]), [[φιάλη]] ξιδιού, Λατ. [[acetabulum]], σε Αριστοφ.· λέγεται για μικροσκοπικό άνθρωπο, μικρού αναστήματος άνθρωπο, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 21:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξίς Medium diacritics: ὀξίς Low diacritics: οξίς Capitals: ΟΞΙΣ
Transliteration A: oxís Transliteration B: oxis Transliteration C: oksis Beta Code: o)ci/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ

   A, (ὄξος) vinegar-cruet, Nicostr.Com.9, Axionic.7, AJA31.351(pl.), PLond.2.402ii24 (ii B. C.); prop. of earthenware, Sch.Ar.Ra.1488 : hence ὀξὶς χαλκῆ γέγονε, instead of being κεραμεᾶ, Ar.Pl.812 ; also ὀξίδ' ἀργυρᾶν ἔχει Sopat.19 ; ὀξὶς ἢ φάλαγξ; (exact sense doubtful) Ar.V.1509.    2 a measure, at Athens the same as ὀξύβαφον, but at Cleonae, = κοτύλη, Id.Fr.688, Diph.96.    II = ὀξαλίς 11, Gal.11.631 (where ὀξύδα).    III in pl., acidities, Alex. Trall.Febr.I: sg., acidity, ib.6.

German (Pape)

[Seite 351] ίδος, ἡ, kleines, gew. irdenes Gefäß zum Essig, acetabulum; Ar. Ran. 1436. 1449, der aber auch Plut. 812 sagt ὀξὶς δὲ πᾶσα καὶ λοπάδιον καὶ χύτρα χαλκῆ γέγονε. Vgl. auch Diphil. bei Ath. II, 67 a u. ὀξίδ' ἀργυρᾶν ἔχει VI, 230 e. – Bei Ar. Vesp. 1509 eine Art Krabben: τουτὶ τί ἦν τὸ προσέρπον, ὀξὶς ἢ φάλαγξ.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξίς: -ίδος, ἡ, (ὄξος) «ξιδερόν, ἀγγεῖον πρὸς ἐναπόθεσιν ὄξους, Λατ. acetabulum, κυρίως πήλινον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1440· ὄθεν, ὀξὶς χαλκῆ γέγονε, ἀντὶ νὰ εἶναι κεραμεᾶ, ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 812· ὡσαύτως, ὀξίδ᾿ ἀργυρᾶν ἔχει Σώπατ. παρ᾿ Ἀθην. 230Ε· - ἐπὶ ἀνθρώπου σμικροῦ τὸ ἀνάστημα, Ἀριστοφ. Σφ. 1509. 2) μέτρον τι ἐν Ἀθήναις, τὸ αὐτὸ τῷ ὀξυβάφῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 550· ἐν Κλεωναῖς = κοτύλη, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 8. ΙΙ. = ὀξαλίς ΙΙ, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ὀξίδος (ἡ) :
vase pour le vinaigre.
Étymologie: ὀξύς.

Greek Monolingual

ὀξίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. πήλινο ή μεταλλικό αγγείο για το ξίδι, ξιδερό
2. (στην Αθήνα) μονάδα μέτρησης ισοδύναμη με το ὀξύβαφον
3. το φυτό οξαλίδα
4. (στον Αριστοφ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου με μικρό ανάστημα
5. στον πληθ. αἱ ὀξίδες
οι οξύτητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. λεπ-ίς)].

Greek Monotonic

ὀξίς: -ίδος, ἡ (ὄξος), φιάλη ξιδιού, Λατ. acetabulum, σε Αριστοφ.· λέγεται για μικροσκοπικό άνθρωπο, μικρού αναστήματος άνθρωπο, στον ίδ.