πολύτιμος: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(33) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύτιμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με πρόσ.) εξαιρετικά [[χρήσιμος]], [[πάρα]] πολύ, [[επωφελής]], [[ανεκτίμητος]] (α. «[[πολύτιμος]] [[φίλος]]» β. «[[πολύτιμος]] [[μουσοεργός]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[αξία]], [[βαρύτιμος]] («πολύτιμοι λίθοι» — ορυκτά που χρησιμοποιούνται [[κυρίως]] για τον ατομικό καλλωπισμό του ανθρώπου και τα οποία ξεχωρίζουν για την [[ομορφιά]] τους, για τη [[μεγάλη]] τους [[διαύγεια]], τη [[λάμψη]] τους ή, [[τέλος]], για την [[σπανιότητα]] και την ανθεκτικότητά τους)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πολύτιμα μέταλλα» — μέταλλα που χρησιμοποιούνται για την [[κατασκευή]] κοσμημάτων και νομισμάτων ή για αποθησαυρισμό και έχουν υψηλή ανταλλακτική [[αξία]], [[κυρίως]] ο [[χρυσός]] και ο [[άργυρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο αποδίδονται πολλές τιμές, [[πολυτίμητος]] («πολύτιμοι θεοί», Μέν.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολύτιμα</i> / πολυτίμως ΝΑ<br />με πολύτιμο τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />με [[μεγαλοπρέπεια]] ή με [[πολυτέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιμή]]), <b>πρβλ.</b> <i>φιλό</i>-<i>τιμος</i>]. | |mltxt=-η, -ο / [[πολύτιμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με πρόσ.) εξαιρετικά [[χρήσιμος]], [[πάρα]] πολύ, [[επωφελής]], [[ανεκτίμητος]] (α. «[[πολύτιμος]] [[φίλος]]» β. «[[πολύτιμος]] [[μουσοεργός]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[αξία]], [[βαρύτιμος]] («πολύτιμοι λίθοι» — ορυκτά που χρησιμοποιούνται [[κυρίως]] για τον ατομικό καλλωπισμό του ανθρώπου και τα οποία ξεχωρίζουν για την [[ομορφιά]] τους, για τη [[μεγάλη]] τους [[διαύγεια]], τη [[λάμψη]] τους ή, [[τέλος]], για την [[σπανιότητα]] και την ανθεκτικότητά τους)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πολύτιμα μέταλλα» — μέταλλα που χρησιμοποιούνται για την [[κατασκευή]] κοσμημάτων και νομισμάτων ή για αποθησαυρισμό και έχουν υψηλή ανταλλακτική [[αξία]], [[κυρίως]] ο [[χρυσός]] και ο [[άργυρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο αποδίδονται πολλές τιμές, [[πολυτίμητος]] («πολύτιμοι θεοί», Μέν.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολύτιμα</i> / πολυτίμως ΝΑ<br />με πολύτιμο τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />με [[μεγαλοπρέπεια]] ή με [[πολυτέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιμή]]), <b>πρβλ.</b> <i>φιλό</i>-<i>τιμος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολύτῑμος:''' -ον ([[τιμή]]), αυτός που έχει [[μεγάλη]] αξία, σε Ανθ., Βάβρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (τιμή)
A much-revered, θεοί Men.109.1. II highly priced, μουσοεργός Hp.Nat.Puer.13; very costly, AP5.35.5 (Rufin.), Babr.57.9. Adv. -μως Plb.14.2.3 (nisi leg. -τελῶς).
German (Pape)
[Seite 675] von großem Werthe, kostbar, Sp., μέ σος μηρῶν, Rufin. 3 (V, 36). – Adv., Pol. 14, 2, 3, wenn die Lesart richtig ist.
Greek (Liddell-Scott)
πολύτῑμος: -ον, (τιμὴ) ὁ πολὺ τιμώμενος, πολλοῦ σεβασμοῦ τυγχάνων, θεοὶ Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 2. ΙΙ. λίαν βαρύτιμος, Ἀνθ. Π. 5. 36, Βάβρ. 57. 9. Ἐπίρρ. -μως, Πολύβ. 14. 2. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très estimé, précieux.
Étymologie: πολύς, τιμή.
Spanish
English (Strong)
from πολύς and τιμή; extremely valuable: very costly, of great price.
English (Thayer)
πολύτιμον (πολύς, τιμή), very valuable, of great price: L T Tr marginal reading; πολυτιμότερον, πολύ τιμιώτερον. (Plutarch, Pomp. 5; Herodian, 1,17, 5 (3edition, Bekker); Anthol., others.)
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύτιμος, -ον, ΝΜΑ
1. (ιδίως σχετικά με πρόσ.) εξαιρετικά χρήσιμος, πάρα πολύ, επωφελής, ανεκτίμητος (α. «πολύτιμος φίλος» β. «πολύτιμος μουσοεργός», Ιπποκρ.)
2. αυτός που έχει μεγάλη αξία, βαρύτιμος («πολύτιμοι λίθοι» — ορυκτά που χρησιμοποιούνται κυρίως για τον ατομικό καλλωπισμό του ανθρώπου και τα οποία ξεχωρίζουν για την ομορφιά τους, για τη μεγάλη τους διαύγεια, τη λάμψη τους ή, τέλος, για την σπανιότητα και την ανθεκτικότητά τους)
νεοελλ.
φρ. «πολύτιμα μέταλλα» — μέταλλα που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή κοσμημάτων και νομισμάτων ή για αποθησαυρισμό και έχουν υψηλή ανταλλακτική αξία, κυρίως ο χρυσός και ο άργυρος
αρχ.
1. αυτός στον οποίο αποδίδονται πολλές τιμές, πολυτίμητος («πολύτιμοι θεοί», Μέν.).
επίρρ...
πολύτιμα / πολυτίμως ΝΑ
με πολύτιμο τρόπο
αρχ.
με μεγαλοπρέπεια ή με πολυτέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τιμος (< τιμή), πρβλ. φιλό-τιμος].
Greek Monotonic
πολύτῑμος: -ον (τιμή), αυτός που έχει μεγάλη αξία, σε Ανθ., Βάβρ.