προσεδαφίζω: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ [[ἐδαφίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] πτητική [[μηχανή]] ή διαστημικό όχημα στο [[έδαφος]] της Γης ή άλλου πλανήτη («το [[διαστημόπλοιο]] προσεδαφίστηκε ομαλά στη Σελήνη»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[καταγής]] («λαῑλαψ πρόρριζον ἀνασπάσασα τῇ γῇ προσεδαφίζει», Ανών.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον [[κύτος]] προσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλου» — ο [[περίγυρος]] της ασπίδας [[είναι]] στερεωμένος με το κύριο [[σώμα]] της με πλέγματα φιδιών (<b>Αισχύλ.</b>). | |mltxt=ΝΑ [[ἐδαφίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] πτητική [[μηχανή]] ή διαστημικό όχημα στο [[έδαφος]] της Γης ή άλλου πλανήτη («το [[διαστημόπλοιο]] προσεδαφίστηκε ομαλά στη Σελήνη»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[καταγής]] («λαῑλαψ πρόρριζον ἀνασπάσασα τῇ γῇ προσεδαφίζει», Ανών.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον [[κύτος]] προσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλου» — ο [[περίγυρος]] της ασπίδας [[είναι]] στερεωμένος με το κύριο [[σώμα]] της με πλέγματα φιδιών (<b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσεδᾰφίζω:''' [[μπήγω]], [[ρίχνω]] στο [[έδαφος]] — Παθ., παρακ., <i>κύτοςπροσηδάφισται</i>, η [[ασπίδα]] είναι στέρεα κατασκευασμένη, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ὄφεων πλεκτάναισι περίδρομον κύτος προσηδάφισται the shield is
A made fast or solid all round with wreathed snakes, A. Th.496.
German (Pape)
[Seite 757] auf den Boden, die Erde bringen, übh. befestigen, ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτος προσηδάφισται, Aesch. Spt. 478.
Greek (Liddell-Scott)
προσεδᾰφίζω: καταρρίπτω ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, λαῖλαψ πρόρριζον ἀνασπάσασα τῇ γῇ προσεδαφίζει Ἀνώνυμ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3. σ. 661. ΙΙ. ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 496, ὄφεων πλεκτάναισι περίδρομον κύτος προσηδάφισται, τὸ στρογγύλον τοῦ κύκλου τῆς ἀσπίδος πέπλεκται πλεκτάναις ὄφεων, ἤτοι ἡ ἀσπὶς ἔχει ἐζωγραφημένους κύκλῳ ὄφεις περιπεπλεγμένους, ἴδε Σχολιαστ. ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
fixer solidement.
Étymologie: πρός, ἔδαφος.
Greek Monolingual
ΝΑ ἐδαφίζω
νεοελλ.
1. φέρνω πτητική μηχανή ή διαστημικό όχημα στο έδαφος της Γης ή άλλου πλανήτη («το διαστημόπλοιο προσεδαφίστηκε ομαλά στη Σελήνη»)
αρχ.
1. ρίχνω καταγής («λαῑλαψ πρόρριζον ἀνασπάσασα τῇ γῇ προσεδαφίζει», Ανών.)
2. φρ. «ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτος προσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλου» — ο περίγυρος της ασπίδας είναι στερεωμένος με το κύριο σώμα της με πλέγματα φιδιών (Αισχύλ.).
Greek Monotonic
προσεδᾰφίζω: μπήγω, ρίχνω στο έδαφος — Παθ., παρακ., κύτοςπροσηδάφισται, η ασπίδα είναι στέρεα κατασκευασμένη, σε Αισχύλ.