σκοπευτής: Difference between revisions

From LSJ

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
(37)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skopeftis
|Transliteration C=skopeftis
|Beta Code=skopeuth/s
|Beta Code=skopeuth/s
|Definition=οῦ, ὁ,= <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> σκοπός 1.2, Id.<span class="title">Is.</span>52.8, al., <span class="bibl">Eust.810.25</span>.</span>
|Definition=οῦ, ὁ,= <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> σκοπός 1.2, Id.<span class="title">Is.</span>52.8, al., <span class="bibl">Eust.810.25</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:30, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοπευτής Medium diacritics: σκοπευτής Low diacritics: σκοπευτής Capitals: ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ
Transliteration A: skopeutḗs Transliteration B: skopeutēs Transliteration C: skopeftis Beta Code: skopeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,=    A σκοπός 1.2, Id.Is.52.8, al., Eust.810.25.

German (Pape)

[Seite 903] ὁ, der Späher, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σκοπευτής: -οῦ, ὁ, = σκοπὸς Ι. 2, φρουρός, Εὐστ. 810. 25.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. σκοπεύτρια ΝΜ σκοπεύω
νεοελλ.
1. αυτός που σκοπεύει, που κατευθύνει τη βολή προς έναν στόχο
2. στρ. οπλίτης που ρυθμίζει τη σκόπευση όπλου το οποίο υπηρετείται από ομάδα ή στοιχείο, όπως είναι το πυροβόλο, ο όλμος και το πολυβόλο
3. επιτήδειος, επιδέξιος στη σκοποβολή
4. φρ. «ελεύθερος σκοπευτής»
α) αντάρτης σε χώρα κατεχόμενη από τον εχθρό που μάχεται μόνος του, επιλέγοντας ο ίδιος τους στόχους του
β) μαχητής που υπάγεται σε μονάδα πεζικού ή καταδρομών, αλλά ενεργεί και μάχεται μόνος του, βάσει τών γενικών οδηγιών τις οποίες έχει λάβει, χωρίς να είναι ενταγμένος σε τακτική μονάδα μάχης
γ) άτομο χωρίς συγκεκριμένους πολιτικούς και ιδεολογικούς στόχους και χωρίς ηθικές ή άλλες δεσμεύσεις
μσν.
το θηλ. ἡ σκοπεύτρια
ψηλός τόπος, κατάλληλος για παρατήρηση, για κατόπτευση, παρατηρητήριο
μσν.-αρχ.
παρατηρητής.