συμμιγνύω: Difference between revisions
Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés;<br />c.</i> [[συμμίγνυμι]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], μιγνύω. | |btext=<i>seul. prés;<br />c.</i> [[συμμίγνυμι]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], μιγνύω. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[συμμειγνύω]] ΝΜΑ, και [[συμμείγνυμι]] και επικ. και ιων. και αττ. τ. [[συμμίσγω]] Α [[μ</i>(<i>ε</i>)<i>ιγνύω]]<br />[[αναμιγνύω]] [[μαζί]] δύο ή περισσότερα πράγματα, [[ανακατώνω]] [[μαζί]], [[συμφύρω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με δύο στρατεύματα) [[συγχωνεύω]], [[συνενώνω]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[ενώνω]], [[ζευγαρώνω]]<br /><b>3.</b> [[συνευρίσκομαι]], συνουσιάζομαι («[[δούλη]] μὲν ἐὰν συμμείξῃ δούλῳ ἢ ἐλευθέρῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κοινοποιώ]], [[ανακοινώνω]] («κοινόν τι [[πρῆγμα]] συμμεῑξαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διαλέγομαι]], [[συνομιλώ]]<br /><b>6.</b> [[συναντώ]] («θάλατται πρὸς ἀλλήλας συμμειγνύασι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> (με εχθρική σημ.) [[μάχομαι]] εκ του [[συστάδην]], [[έρχομαι]] στα χέρια, συμπλέκομαι («ἀγχοῡ ἐγίνοντο καὶ συνέμισγον ἀλλήλοισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> έχω σχέσεις, [[επικοινωνώ]], [[συναναστρέφομαι]] («ἐξ ἀρχῆς πονηροῑς ἀνθρώποις συμμεῑξαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> [[συμβαίνω]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]] («συμμιγέντων τούτων πάντων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>10.</b> (μέσ. και παθ.) <i>συμμιγνύομαι</i> και <i>συμμείγνυμαι</i> και <i>συμμίσγομαι</i><br />α) ανακατώνομαι («οὔποθ' [[ὕδωρ]] καὶ πῡρ συμμείξεται», <b>Θέογν.</b>)<br />β) σχηματίζομαι [[μετά]] από [[ένωση]]<br />γ) συσχετίζομαι<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμμείγνυμι]] συμβόλαια» — [[συνάπτω]] αμοιβαίες συμφωνίες (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «[[εἶναι]] οὐδένα τῷ κακόν οὐ συνεμ <span style="color: red;"><</span> ε>ίχθη» — δεν υπάρχει [[άνθρωπος]] που να μην γεύθηκε την [[ατυχία]] ή τη [[δυστυχία]] (<b>Ηρόδ.</b>). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[συμμειγνύω]] ΝΜΑ, και [[συμμείγνυμι]] και επικ. και ιων. και αττ. τ. [[συμμίσγω]] Α [[μ</i>(<i>ε</i>)<i>ιγνύω]]<br />[[αναμιγνύω]] [[μαζί]] δύο ή περισσότερα πράγματα, [[ανακατώνω]] [[μαζί]], [[συμφύρω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με δύο στρατεύματα) [[συγχωνεύω]], [[συνενώνω]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[ενώνω]], [[ζευγαρώνω]]<br /><b>3.</b> [[συνευρίσκομαι]], συνουσιάζομαι («[[δούλη]] μὲν ἐὰν συμμείξῃ δούλῳ ἢ ἐλευθέρῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κοινοποιώ]], [[ανακοινώνω]] («κοινόν τι [[πρῆγμα]] συμμεῑξαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διαλέγομαι]], [[συνομιλώ]]<br /><b>6.</b> [[συναντώ]] («θάλατται πρὸς ἀλλήλας συμμειγνύασι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> (με εχθρική σημ.) [[μάχομαι]] εκ του [[συστάδην]], [[έρχομαι]] στα χέρια, συμπλέκομαι («ἀγχοῡ ἐγίνοντο καὶ συνέμισγον ἀλλήλοισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> έχω σχέσεις, [[επικοινωνώ]], [[συναναστρέφομαι]] («ἐξ ἀρχῆς πονηροῑς ἀνθρώποις συμμεῑξαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> [[συμβαίνω]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]] («συμμιγέντων τούτων πάντων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>10.</b> (μέσ. και παθ.) <i>συμμιγνύομαι</i> και <i>συμμείγνυμαι</i> και <i>συμμίσγομαι</i><br />α) ανακατώνομαι («οὔποθ' [[ὕδωρ]] καὶ πῡρ συμμείξεται», <b>Θέογν.</b>)<br />β) σχηματίζομαι [[μετά]] από [[ένωση]]<br />γ) συσχετίζομαι<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμμείγνυμι]] συμβόλαια» — [[συνάπτω]] αμοιβαίες συμφωνίες (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «[[εἶναι]] οὐδένα τῷ κακόν οὐ συνεμ <span style="color: red;"><</span> ε>ίχθη» — δεν υπάρχει [[άνθρωπος]] που να μην γεύθηκε την [[ατυχία]] ή τη [[δυστυχία]] (<b>Ηρόδ.</b>). | |mltxt=και [[συμμειγνύω]] ΝΜΑ, και [[συμμείγνυμι]] και επικ. και ιων. και αττ. τ. [[συμμίσγω]] Α [[μ</i>(<i>ε</i>)<i>ιγνύω]]<br />[[αναμιγνύω]] [[μαζί]] δύο ή περισσότερα πράγματα, [[ανακατώνω]] [[μαζί]], [[συμφύρω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με δύο στρατεύματα) [[συγχωνεύω]], [[συνενώνω]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[ενώνω]], [[ζευγαρώνω]]<br /><b>3.</b> [[συνευρίσκομαι]], συνουσιάζομαι («[[δούλη]] μὲν ἐὰν συμμείξῃ δούλῳ ἢ ἐλευθέρῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κοινοποιώ]], [[ανακοινώνω]] («κοινόν τι [[πρῆγμα]] συμμεῑξαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διαλέγομαι]], [[συνομιλώ]]<br /><b>6.</b> [[συναντώ]] («θάλατται πρὸς ἀλλήλας συμμειγνύασι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> (με εχθρική σημ.) [[μάχομαι]] εκ του [[συστάδην]], [[έρχομαι]] στα χέρια, συμπλέκομαι («ἀγχοῡ ἐγίνοντο καὶ συνέμισγον ἀλλήλοισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> έχω σχέσεις, [[επικοινωνώ]], [[συναναστρέφομαι]] («ἐξ ἀρχῆς πονηροῑς ἀνθρώποις συμμεῑξαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> [[συμβαίνω]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]] («συμμιγέντων τούτων πάντων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>10.</b> (μέσ. και παθ.) <i>συμμιγνύομαι</i> και <i>συμμείγνυμαι</i> και <i>συμμίσγομαι</i><br />α) ανακατώνομαι («οὔποθ' [[ὕδωρ]] καὶ πῡρ συμμείξεται», <b>Θέογν.</b>)<br />β) σχηματίζομαι [[μετά]] από [[ένωση]]<br />γ) συσχετίζομαι<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμμείγνυμι]] συμβόλαια» — [[συνάπτω]] αμοιβαίες συμφωνίες (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «[[εἶναι]] οὐδένα τῷ κακόν οὐ συνεμ <span style="color: red;"><</span> ε>ίχθη» — δεν υπάρχει [[άνθρωπος]] που να μην γεύθηκε την [[ατυχία]] ή τη [[δυστυχία]] (<b>Ηρόδ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. συμμίγνυμι.
Étymologie: σύν, μιγνύω.
Greek Monolingual
και συμμειγνύω ΝΜΑ, και συμμείγνυμι και επικ. και ιων. και αττ. τ. συμμίσγω Α [[μ(ε)ιγνύω]]
αναμιγνύω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, ανακατώνω μαζί, συμφύρω
αρχ.
1. (σχετικά με δύο στρατεύματα) συγχωνεύω, συνενώνω
2. (σχετικά με πρόσ.) ενώνω, ζευγαρώνω
3. συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι («δούλη μὲν ἐὰν συμμείξῃ δούλῳ ἢ ἐλευθέρῳ», Πλάτ.)
4. κοινοποιώ, ανακοινώνω («κοινόν τι πρῆγμα συμμεῑξαι», Ηρόδ.)
5. διαλέγομαι, συνομιλώ
6. συναντώ («θάλατται πρὸς ἀλλήλας συμμειγνύασι», Αριστοτ.)
7. (με εχθρική σημ.) μάχομαι εκ του συστάδην, έρχομαι στα χέρια, συμπλέκομαι («ἀγχοῡ ἐγίνοντο καὶ συνέμισγον ἀλλήλοισι», Ηρόδ.)
8. έχω σχέσεις, επικοινωνώ, συναναστρέφομαι («ἐξ ἀρχῆς πονηροῑς ἀνθρώποις συμμεῑξαι», Δημοσθ.)
9. μτφ. συμβαίνω μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («συμμιγέντων τούτων πάντων», Ηρόδ.)
10. (μέσ. και παθ.) συμμιγνύομαι και συμμείγνυμαι και συμμίσγομαι
α) ανακατώνομαι («οὔποθ' ὕδωρ καὶ πῡρ συμμείξεται», Θέογν.)
β) σχηματίζομαι μετά από ένωση
γ) συσχετίζομαι
11. φρ. α) «συμμείγνυμι συμβόλαια» — συνάπτω αμοιβαίες συμφωνίες (Πλάτ.)
β) «εἶναι οὐδένα τῷ κακόν οὐ συνεμ < ε>ίχθη» — δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην γεύθηκε την ατυχία ή τη δυστυχία (Ηρόδ.).
Greek Monolingual
και συμμειγνύω ΝΜΑ, και συμμείγνυμι και επικ. και ιων. και αττ. τ. συμμίσγω Α [[μ(ε)ιγνύω]]
αναμιγνύω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, ανακατώνω μαζί, συμφύρω
αρχ.
1. (σχετικά με δύο στρατεύματα) συγχωνεύω, συνενώνω
2. (σχετικά με πρόσ.) ενώνω, ζευγαρώνω
3. συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι («δούλη μὲν ἐὰν συμμείξῃ δούλῳ ἢ ἐλευθέρῳ», Πλάτ.)
4. κοινοποιώ, ανακοινώνω («κοινόν τι πρῆγμα συμμεῑξαι», Ηρόδ.)
5. διαλέγομαι, συνομιλώ
6. συναντώ («θάλατται πρὸς ἀλλήλας συμμειγνύασι», Αριστοτ.)
7. (με εχθρική σημ.) μάχομαι εκ του συστάδην, έρχομαι στα χέρια, συμπλέκομαι («ἀγχοῡ ἐγίνοντο καὶ συνέμισγον ἀλλήλοισι», Ηρόδ.)
8. έχω σχέσεις, επικοινωνώ, συναναστρέφομαι («ἐξ ἀρχῆς πονηροῑς ἀνθρώποις συμμεῑξαι», Δημοσθ.)
9. μτφ. συμβαίνω μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («συμμιγέντων τούτων πάντων», Ηρόδ.)
10. (μέσ. και παθ.) συμμιγνύομαι και συμμείγνυμαι και συμμίσγομαι
α) ανακατώνομαι («οὔποθ' ὕδωρ καὶ πῡρ συμμείξεται», Θέογν.)
β) σχηματίζομαι μετά από ένωση
γ) συσχετίζομαι
11. φρ. α) «συμμείγνυμι συμβόλαια» — συνάπτω αμοιβαίες συμφωνίες (Πλάτ.)
β) «εἶναι οὐδένα τῷ κακόν οὐ συνεμ < ε>ίχθη» — δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην γεύθηκε την ατυχία ή τη δυστυχία (Ηρόδ.).