συμψηφίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
(39)
(39)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=1st aorist συνεψηφισα; to [[compute]], [[count]] up: τάς τιμάς, τίνι, to [[vote]] [[with]] [[one]], [[Aristophanes]] [[Lysias]], 142.)  
|txtha=1st aorist συνεψηφισα; to [[compute]], [[count]] up: τάς τιμάς, τίνι, to [[vote]] [[with]] [[one]], [[Aristophanes]] [[Lysias]], 142.)  
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[ψηφίζω]]<br />[[λογαριάζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[κάνω]] συμψηφισμό, [[συνυπολογίζω]] («καὶ συνεψήφισαν τὰς τιμὰς αὐτῶν καὶ [[εὗρον]] ἀργυρίου μυριάδας [[πέντε]]», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συγχωνεύω]] μια [[ποινή]] σε [[άλλη]] μεγαλύτερη, [[κάνω]] συμψηφισμό<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ψηφίζω]] [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συμψηφίζομαι</i><br />[[συνεκλέγομαι]] ή συμπροτείνομαι για [[εκλογή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> [[ψηφίζω]] με κάποιον την [[ίδια]] [[γνώμη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[ψηφίζω]]<br />[[λογαριάζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[κάνω]] συμψηφισμό, [[συνυπολογίζω]] («καὶ συνεψήφισαν τὰς τιμὰς αὐτῶν καὶ [[εὗρον]] ἀργυρίου μυριάδας [[πέντε]]», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συγχωνεύω]] μια [[ποινή]] σε [[άλλη]] μεγαλύτερη, [[κάνω]] συμψηφισμό<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ψηφίζω]] [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συμψηφίζομαι</i><br />[[συνεκλέγομαι]] ή συμπροτείνομαι για [[εκλογή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> [[ψηφίζω]] με κάποιον την [[ίδια]] [[γνώμη]].
|mltxt=ΝΜΑ [[ψηφίζω]]<br />[[λογαριάζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[κάνω]] συμψηφισμό, [[συνυπολογίζω]] («καὶ συνεψήφισαν τὰς τιμὰς αὐτῶν καὶ [[εὗρον]] ἀργυρίου μυριάδας [[πέντε]]», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συγχωνεύω]] μια [[ποινή]] σε [[άλλη]] μεγαλύτερη, [[κάνω]] συμψηφισμό<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ψηφίζω]] [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συμψηφίζομαι</i><br />[[συνεκλέγομαι]] ή συμπροτείνομαι για [[εκλογή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> [[ψηφίζω]] με κάποιον την [[ίδια]] [[γνώμη]].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμψηφίζω Medium diacritics: συμψηφίζω Low diacritics: συμψηφίζω Capitals: ΣΥΜΨΗΦΙΖΩ
Transliteration A: sympsēphízō Transliteration B: sympsēphizō Transliteration C: sympsifizo Beta Code: sumyhfi/zw

English (LSJ)

   A reckon together, count up, Act.Ap.19.19, PMag.Leid. W.9.4; reckon in, add, PMag.Leid.V.11.2.    II Med., vote with, τινι Ar.Lys.142, cf. Poll.8.15:—Pass., App.BC3.22, Sammelb.7378.9 (ii A.D.), v.l. in LXXJe.29(49).21.

German (Pape)

[Seite 994] mit- od. zusammenrechnen, N. T.; – med. mitstimmen, συμψήφισαί μοι, Ar. Lys. 142.

Greek (Liddell-Scott)

συμψηφίζω: συγκαταλέγω, Πράξ. Ἀποστ. ιθʹ, 19. ― Παθητ., Ἐπιφάν., κλπ. ΙΙ. Μέσ., ψηφίζω μετά τινος, ψηφοφορῶ, τινι Ἀριστοφ. Λυσ. 142, πρβλ. Πολυδ. Ηʹ, 15˙ ― ὡσαύτως ἐν τῷ παθ., Βυζ.

French (Bailly abrégé)

compter ensemble;
Moy. συμψηφίζομαι voter avec, être d’accord avec, τινι.
Étymologie: σύν, ψηφίζω.

English (Strong)

from σύν and ψηφίζω; to compute jointly: reckon.

English (Thayer)

1st aorist συνεψηφισα; to compute, count up: τάς τιμάς, τίνι, to vote with one, Aristophanes Lysias, 142.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ ψηφίζω
λογαριάζω κάτι μαζί με κάτι άλλο, κάνω συμψηφισμό, συνυπολογίζω («καὶ συνεψήφισαν τὰς τιμὰς αὐτῶν καὶ εὗρον ἀργυρίου μυριάδας πέντε», ΚΔ)
νεοελλ.
συγχωνεύω μια ποινή σε άλλη μεγαλύτερη, κάνω συμψηφισμό
μσν.
1. ψηφίζω μαζί με κάποιον
2. παθ. συμψηφίζομαι
συνεκλέγομαι ή συμπροτείνομαι για εκλογή
αρχ.
μέσ. ψηφίζω με κάποιον την ίδια γνώμη.

Greek Monolingual

ΝΜΑ ψηφίζω
λογαριάζω κάτι μαζί με κάτι άλλο, κάνω συμψηφισμό, συνυπολογίζω («καὶ συνεψήφισαν τὰς τιμὰς αὐτῶν καὶ εὗρον ἀργυρίου μυριάδας πέντε», ΚΔ)
νεοελλ.
συγχωνεύω μια ποινή σε άλλη μεγαλύτερη, κάνω συμψηφισμό
μσν.
1. ψηφίζω μαζί με κάποιον
2. παθ. συμψηφίζομαι
συνεκλέγομαι ή συμπροτείνομαι για εκλογή
αρχ.
μέσ. ψηφίζω με κάποιον την ίδια γνώμη.