φονεύω: Difference between revisions

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
(45)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[φονεύς]]<br />[[αφαιρώ]] τη ζωή κάποιου με βίαιο τρόπο, [[θανατώνω]], [[σκοτώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κηλιδώνω]] με [[αίμα]], [[λερώνω]] με [[αίμα]].
|mltxt=ΝΜΑ [[φονεύς]]<br />[[αφαιρώ]] τη ζωή κάποιου με βίαιο τρόπο, [[θανατώνω]], [[σκοτώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κηλιδώνω]] με [[αίμα]], [[λερώνω]] με [[αίμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φονεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[φονεύω]], [[σκοτώνω]], [[θανατώνω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., φονεύομαι, σε Ευρ., Θουκ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φονεύω Medium diacritics: φονεύω Low diacritics: φονεύω Capitals: ΦΟΝΕΥΩ
Transliteration A: phoneúō Transliteration B: phoneuō Transliteration C: foneyo Beta Code: foneu/w

English (LSJ)

   A murder, kill, τινα Hdt.1.35, 211, al., A.Th.340 (lyr.), S.OT716, etc.; c. dupl. acc., [φόνον] φ. τινά Sch.E.Hec.335: abs., καὶ τίς φονεύει; S.Ant.1174, cf. El.34:—Pass., to be slain, Pi.P.11.17, E.IA1317 (lyr.), Th.8.95.    2 of an animal, ἐὰν . . ζῷον . . τι φονεύσῃ τινά Pl.Lg.873e.    3 stain with blood, φασγάνῳ δέρην E.IA875 (troch.).

German (Pape)

[Seite 1298] morden, tödten, umbringen, τινά, von Her. an sehr häufig. – Pass., Pind. P. 11, 17, Aesch. Spt. 323, Soph. oft u. Eur.

Greek (Liddell-Scott)

φονεύω: μέλλ. -σω, ὡς καὶ νῦν, ἀποκτείνω, «σκοτώνω», τινὰ Ἡρόδ. 1. 35. 211, κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Θήβ. 341, Σοφ., κλπ.· μετὰ διπλῆς αἰτ., φόνον φ. τινὰ Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 335· ― ἀπολ., καὶ τίς φονεύει; Σοφ. Ἀντ. 1173, πρβλ. Ἠλ. 34. ― Παθ., φονεύομαι, «σκοτώνομαι», Πινδ. Π. 11. 25, Εὐρ. Ι. Α. 1317, Θουκ. 8. 95. 2) ἐπὶ ζῴων, ἐὰν ζῷον... τι φονεύῃ τινὰ Πλάτ. Νόμ. 873Ε.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐφόνευσα, etc.
tuer.
Étymologie: φονεύς.

English (Slater)

φονεύω
   1 murder Ὀρέστα· τὸν δὴ φονευομένου πατρὸς Ἀρσινόα Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἄνελε (P. 11.17)

English (Strong)

from φονεύς; to be a murderer (of): kill, do murder, slay.

English (Thayer)

future φονεύσω; 1st aorist ἐφόνευσα; (φονεύς); from (Pindar, Aeschylus), Herodotus down; the Sept. mostly for רָצֵח, also for הָרַג, הִכָּה, etc.; to kill, slay, murder; absolutely, to commit murder (A. V. kill): οὐ (which see 6) φονεύσεις, μή φονεύσῃς, τινα: James 5:6.

Greek Monolingual

ΝΜΑ φονεύς
αφαιρώ τη ζωή κάποιου με βίαιο τρόπο, θανατώνω, σκοτώνω
αρχ.
κηλιδώνω με αίμα, λερώνω με αίμα.

Greek Monotonic

φονεύω: μέλ. -σω, φονεύω, σκοτώνω, θανατώνω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., φονεύομαι, σε Ευρ., Θουκ.