ὑπένδυμα: Difference between revisions

6
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ύματος, τὸ, Α [[ὑπενδύω]]<br />εσωτερικό [[ένδυμα]].
|mltxt=-ύματος, τὸ, Α [[ὑπενδύω]]<br />εσωτερικό [[ένδυμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπένδῠμα:''' -ατος, τό, εσωτερικό [[ρούχο]], [[ένδυμα]], [[εσώρουχο]], σε Ανθ.
}}
}}