ὑφαρπάζω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
(44)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑφαρπάζω]] ΝΑ, και ιων. τ. [[ὑπαρπάζω]] Α [[ἁρπάζω]]<br /><b>1.</b> [[αρπάζω]] [[κάτι]] επιτήδεια και [[κρυφά]], [[λαθραία]], [[υποκλέπτω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αποσπώ]] ή [[επιτυγχάνω]] [[κάτι]] από κάποιον με έντεχνο τρόπο [[χωρίς]] να του δώσω χρόνο να αντιδράσει (α. «κατόρθωσε να υφαρπάσει τη [[συγκατάθεση]] του [[πατέρα]] της» β. «τὴν πρὶν Ἀλεξάνδρου ψῆφον ὑφαρπαμένη», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />[[διακόπτω]] κάποιον και [[παίρνω]] εγώ τον λόγο (α. «[[υφαρπάζω]] τον λόγο» β. «ὁ δὲ ὑφαρπάσας τὸν ἐπίλοιπον λόγον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρπάζω]] [[κάτι]] που βρίσκεται [[κάτω]] από κάποιον («[[ἐπειδὴ]] καὶ τὴν ἕδραν σου ὑφήρπασε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αποπλανώ]], [[παρασύρω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑφαρπάζομαι</i><br /><b>μτφ.</b> [[αρπάζω]] στη [[στιγμή]], [[κατανοώ]] [[γρήγορα]] το [[νόημα]] μιας πρότασης.
|mltxt=[[ὑφαρπάζω]] ΝΑ, και ιων. τ. [[ὑπαρπάζω]] Α [[ἁρπάζω]]<br /><b>1.</b> [[αρπάζω]] [[κάτι]] επιτήδεια και [[κρυφά]], [[λαθραία]], [[υποκλέπτω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αποσπώ]] ή [[επιτυγχάνω]] [[κάτι]] από κάποιον με έντεχνο τρόπο [[χωρίς]] να του δώσω χρόνο να αντιδράσει (α. «κατόρθωσε να υφαρπάσει τη [[συγκατάθεση]] του [[πατέρα]] της» β. «τὴν πρὶν Ἀλεξάνδρου ψῆφον ὑφαρπαμένη», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />[[διακόπτω]] κάποιον και [[παίρνω]] εγώ τον λόγο (α. «[[υφαρπάζω]] τον λόγο» β. «ὁ δὲ ὑφαρπάσας τὸν ἐπίλοιπον λόγον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρπάζω]] [[κάτι]] που βρίσκεται [[κάτω]] από κάποιον («[[ἐπειδὴ]] καὶ τὴν ἕδραν σου ὑφήρπασε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αποπλανώ]], [[παρασύρω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑφαρπάζομαι</i><br /><b>μτφ.</b> [[αρπάζω]] στη [[στιγμή]], [[κατανοώ]] [[γρήγορα]] το [[νόημα]] μιας πρότασης.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑφαρπάζω:''' Ιων. ὑπ-[[αρπάζω]]· μέλ. <i>-άσομαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[αρπάζω]], [[αποσπώ]] [[κάτω]] από, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[αποσπώ]], [[αφαιρώ]] [[κρυφά]], [[λαθραία]], [[υποκλέπτω]], Λατ. surripere, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[ὑφαρπάζω]] λόγον, [[αρπάζω]], [[κλέβω]] τον λόγο μέσα από το [[στόμα]] κάποιου την ώρα που [[πάει]] να τον ξεστομίσει, [[διακόπτω]], δεν τον [[αφήνω]] να μιλήσει, σε Ηρόδ.· [[διακόπτω]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 02:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφαρπάζω Medium diacritics: ὑφαρπάζω Low diacritics: υφαρπάζω Capitals: ΥΦΑΡΠΑΖΩ
Transliteration A: hypharpázō Transliteration B: hypharpazō Transliteration C: yfarpazo Beta Code: u(farpa/zw

English (LSJ)

Ion. ὑπαρπάζω Hdt. (v. infr.):—

   A snatch away from under, τὴν ἕδραν τινός X.Cyr.8.4.16.    2 take away underhand, filch, μᾶζαν Ar.Eq.56; Κύπριν Id.Th.205, Ec.722:—Med., οὐκ ἂν ὑφαρπάσαιο τἀμὰ παίγνια ib.921 (lyr.); snap up the meaning of a sentence, Id.Nu.490.    3 ὑ. τὸν ἐπίλοιπον λόγον snatch away the rest of what one is going to say, cut it short, Hdt.5.50, 9.91: abs., ἔφη ὑφαρπάσας, interposing hastily, Pl.Euthd.300d.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφαρπάζω: μέλλ. -άσομαι, μεταγεν. καὶ -άσω· Ἰων. ὑπαρπάζω. Ἁρπάζω τι ὑποκάτωθέν τινος, τὴν ἕδραν σου ὑφήρπασε Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 4. 16. 2) ἁρπάζω τι λαθραίως, Λατ. surripere, μᾶζαν... ὑφαρπάσας Ἀριστοφ. Ἱππ. 56· κλέπτειν ὑφαρπάζειν τε θήλειαν Κύπριν ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 205. Ἐκκλ. 722. ― Μέσ., οὐκ ἂν ὑφαρπάσαιο τἀμὰ παίγνια αὐτόθι 921· ἄγε νυν ὅπως, ὅταν τι προβάλωμεν σοφὸν περὶ τῶν μετεώρων, εὐθέως ὑφαρπάσει ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 490. 3) ὑφαρπάζω τὸν λόγον, ἁρπάζω τὸν λόγον ἐκ τοῦ στόματός τινος, διακόπτω αὐτόν, δὲν ἀφίνω αὐτὸν νὰ ὁμιλήσῃ, προλαβὼν λέγω ἐγώ, ὑπαρπάσας τὸν λόγον Ἡρόδ. 5. 50., 9. 91· οὕτως ἀπολ., ἔφη ὑφαρπάσας Πλάτ. Εὐθύδ. 300C, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 490.

French (Bailly abrégé)

1 enlever vivement de dessous, acc.;
2 ravir secrètement, soustraire, dérober : τι qch ; τὸν λόγον HDT prendre la parole au moment où un autre va la prendre, souffler la parole à qqn;
Moy. ὑφαρπάζομαι dérober pour soi, acc..
Étymologie: ὑπό, ἁρπάζω.

Greek Monolingual

ὑφαρπάζω ΝΑ, και ιων. τ. ὑπαρπάζω Α ἁρπάζω
1. αρπάζω κάτι επιτήδεια και κρυφά, λαθραία, υποκλέπτω
2. μτφ. αποσπώ ή επιτυγχάνω κάτι από κάποιον με έντεχνο τρόπο χωρίς να του δώσω χρόνο να αντιδράσει (α. «κατόρθωσε να υφαρπάσει τη συγκατάθεση του πατέρα της» β. «τὴν πρὶν Ἀλεξάνδρου ψῆφον ὑφαρπαμένη», Ανθ. Παλ.)
διακόπτω κάποιον και παίρνω εγώ τον λόγο (α. «υφαρπάζω τον λόγο» β. «ὁ δὲ ὑφαρπάσας τὸν ἐπίλοιπον λόγον», Ηρόδ.)
αρχ.
1. αρπάζω κάτι που βρίσκεται κάτω από κάποιον («ἐπειδὴ καὶ τὴν ἕδραν σου ὑφήρπασε», Ξεν.)
2. μτφ. αποπλανώ, παρασύρω
3. μέσ. ὑφαρπάζομαι
μτφ. αρπάζω στη στιγμή, κατανοώ γρήγορα το νόημα μιας πρότασης.

Greek Monotonic

ὑφαρπάζω: Ιων. ὑπ-αρπάζω· μέλ. -άσομαι,
1. αρπάζω, αποσπώ κάτω από, σε Ξεν.
2. αποσπώ, αφαιρώ κρυφά, λαθραία, υποκλέπτω, Λατ. surripere, σε Αριστοφ.
3. ὑφαρπάζω λόγον, αρπάζω, κλέβω τον λόγο μέσα από το στόμα κάποιου την ώρα που πάει να τον ξεστομίσει, διακόπτω, δεν τον αφήνω να μιλήσει, σε Ηρόδ.· διακόπτω, σε Αριστοφ.