σφάκελος: Difference between revisions

From LSJ

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νεκρωτικός]] [[ιστός]] που βρίσκεται σε [[εξέλιξη]] [[προς]] την [[αποβολή]] του, όπως στη [[γάγγραινα]] του δέρματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για οστά) [[σήψη]]<br /><b>2.</b> [[σπασμώδης]] [[κίνηση]], [[σπασμός]] («ὑπό μ' αὖ [[σφάκελος]] καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σφάκελος]] ἀνέμων» — η ορμητική [[κίνηση]] τών ανέμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός [[ιατρικός]] όρος άγνωστης ετυμολ. με [[επίθημα]] -<i>ελος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πύ</i>-<i>ελος</i>, <i>σκόπ</i>-<i>ελος</i>). Η [[σύνδεση]] του τ. με το αρχ. άνω γερμ. <i>spachen</i> «[[σχίζω]]» δεν φαίνεται πιθανή].———————— <b>(II)</b><br />ο, ΝΜΑ, και [[σφάκηλος]] και [[φάκηλος]] Α<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> υβριστική [[χειρονομία]] που γίνεται με ανοιχτή [[παλάμη]], [[φάσκελο]], [[μούντζα]]<br /><b>2.</b> υβριστική [[χειρονομία]] η οποία γίνεται με κλειστή την [[παλάμη]] σε [[θέση]] πυγμής ενώ το μεγάλο [[δάχτυλο]] διέρχεται [[μεταξύ]] του λιχανού και του μέσου<br /><b>αρχ.</b><br />το μεσαίο [[δάχτυλο]] του χεριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[σφάκελος]] αποτελεί πιθανότατα διαφορετική [[μορφή]] του τ. [[φάκελος]] (<b>πρβλ.</b> <i>φαλάγγίον</i>: [[σφαλάγγι]]) ενώ οι τ. [[σφάκηλος]] και [[φάκηλος]] εσφ. γρφ. του [[σφάκελος]]. Από το αρχ. [[σφάκελος]] έχει</i> σχηματιστεί με [[μετάθεση]] του -<i>σ</i>- ο νεοελλ. τ. [[φάσκελο]] (<b>βλ. λ.</b> [[φάκελος]] και [[φάσκελο]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νεκρωτικός]] [[ιστός]] που βρίσκεται σε [[εξέλιξη]] [[προς]] την [[αποβολή]] του, όπως στη [[γάγγραινα]] του δέρματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για οστά) [[σήψη]]<br /><b>2.</b> [[σπασμώδης]] [[κίνηση]], [[σπασμός]] («ὑπό μ' αὖ [[σφάκελος]] καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σφάκελος]] ἀνέμων» — η ορμητική [[κίνηση]] τών ανέμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός [[ιατρικός]] όρος άγνωστης ετυμολ. με [[επίθημα]] -<i>ελος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πύ</i>-<i>ελος</i>, <i>σκόπ</i>-<i>ελος</i>). Η [[σύνδεση]] του τ. με το αρχ. άνω γερμ. <i>spachen</i> «[[σχίζω]]» δεν φαίνεται πιθανή].———————— <b>(II)</b><br />ο, ΝΜΑ, και [[σφάκηλος]] και [[φάκηλος]] Α<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> υβριστική [[χειρονομία]] που γίνεται με ανοιχτή [[παλάμη]], [[φάσκελο]], [[μούντζα]]<br /><b>2.</b> υβριστική [[χειρονομία]] η οποία γίνεται με κλειστή την [[παλάμη]] σε [[θέση]] πυγμής ενώ το μεγάλο [[δάχτυλο]] διέρχεται [[μεταξύ]] του λιχανού και του μέσου<br /><b>αρχ.</b><br />το μεσαίο [[δάχτυλο]] του χεριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[σφάκελος]] αποτελεί πιθανότατα διαφορετική [[μορφή]] του τ. [[φάκελος]] (<b>πρβλ.</b> <i>φαλάγγίον</i>: [[σφαλάγγι]]) ενώ οι τ. [[σφάκηλος]] και [[φάκηλος]] εσφ. γρφ. του [[σφάκελος]]. Από το αρχ. [[σφάκελος]] έχει</i> σχηματιστεί με [[μετάθεση]] του -<i>σ</i>- ο νεοελλ. τ. [[φάσκελο]] (<b>βλ. λ.</b> [[φάκελος]] και [[φάσκελο]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σφάκελος:''' [ᾰ], ὁ, [[γάγγραινα]], [[σηψαιμία]], [[απονέκρωση]]· και για οστά, [[νέκρωση]], [[οστεοπόρωση]]· γενικά, [[σπασμός]], [[σφαδασμός]], σε Αισχύλ., Ευρ.· μεταφ., [[σφάκελος]] ἀνέμων, σφοδρή [[μανία]] και [[ορμή]] των ανέμων, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 19:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰκελος Medium diacritics: σφάκελος Low diacritics: σφάκελος Capitals: ΣΦΑΚΕΛΟΣ
Transliteration A: sphákelos Transliteration B: sphakelos Transliteration C: sfakelos Beta Code: sfa/kelos

English (LSJ)

ὁ,

   A gangrene, mortification, or, of bones, caries, Hp.Aph.7.78; τοῦ ἐγκεφάλου Id. Aër.10 (pl.); so called when farther advanced than γάγγραινα, cf. Gal.2.632, 18(1).687.    2 generally, spasm, convulsion, A.Pr.878 (anap.); κατὰ δ' ἐγκέφαλον πηδᾷ σ. E.Hipp.1352 (anap.): metaph., σ. ἀνέμων the convulsive fury of winds, A.Pr.1045 (anap.).    3 the middle finger, Suid.s.v. σφακελισμός; so σφάκηλος (or φάκηλος) PLond.1821.297.

Greek (Liddell-Scott)

σφάκελος: [ᾰ], ὁ, γάγγραινα, νέκρωσις, καὶ ἐπὶ ὀστῶν ξήρανσις καὶ νέκρωσις, Ἱππ. Ἀφ. 1261· τοῦ ἐγκεφάλου ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 287· ὁ τεχνικὸς ὅρος εἶναι γάγγραινα, πρβλ. Γαλην. 2. 263. 2) καθόλου, σπασμός, σπασμώδης κίνησις, σφαδασμός, Αἰσχύλ. Πρ. 878· κατὰ δ’ ἐγκέφαλον πηδᾷ σφ. Εὐριπ. Ἱππ. 1353· μεταφορ., σφ. ἀνέμων, ἡ σπασμώδης μανία καὶ ὁρμὴ τῶν ἀνέμων, Αἰσχύλ. Πρ. 1046. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτείαν τομ. Γ΄, σ. 365.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 gangrène sèche;
2 douleur violente avec convulsions ; convulsion ; fig. tourmente, tempête.
Étymologie: DELG terme techn. médic.

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΑ
νεοελλ.
νεκρωτικός ιστός που βρίσκεται σε εξέλιξη προς την αποβολή του, όπως στη γάγγραινα του δέρματος
αρχ.
1. (για οστά) σήψη
2. σπασμώδης κίνηση, σπασμός («ὑπό μ' αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσι», Αισχύλ.)
3. φρ. «σφάκελος ἀνέμων» — η ορμητική κίνηση τών ανέμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός ιατρικός όρος άγνωστης ετυμολ. με επίθημα -ελος (πρβλ. πύ-ελος, σκόπ-ελος). Η σύνδεση του τ. με το αρχ. άνω γερμ. spachen «σχίζω» δεν φαίνεται πιθανή].———————— (II)
ο, ΝΜΑ, και σφάκηλος και φάκηλος Α
νεοελλ.-μσν.
1. υβριστική χειρονομία που γίνεται με ανοιχτή παλάμη, φάσκελο, μούντζα
2. υβριστική χειρονομία η οποία γίνεται με κλειστή την παλάμη σε θέση πυγμής ενώ το μεγάλο δάχτυλο διέρχεται μεταξύ του λιχανού και του μέσου
αρχ.
το μεσαίο δάχτυλο του χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σφάκελος αποτελεί πιθανότατα διαφορετική μορφή του τ. φάκελος (πρβλ. φαλάγγίον: σφαλάγγι) ενώ οι τ. σφάκηλος και φάκηλος εσφ. γρφ. του σφάκελος. Από το αρχ. σφάκελος έχει σχηματιστεί με μετάθεση του -σ- ο νεοελλ. τ. φάσκελο (βλ. λ. φάκελος και φάσκελο)].

Greek Monotonic

σφάκελος: [ᾰ], ὁ, γάγγραινα, σηψαιμία, απονέκρωση· και για οστά, νέκρωση, οστεοπόρωση· γενικά, σπασμός, σφαδασμός, σε Αισχύλ., Ευρ.· μεταφ., σφάκελος ἀνέμων, σφοδρή μανία και ορμή των ανέμων, σε Αισχύλ.