ταχύπους: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
mNo edit summary
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, ΝΑ<br />ο γρήγορος στα πόδια, αυτός που βαδίζει ή κινείται [[γρήγορα]], [[γοργοπόδαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] (<b>πρβλ.</b> [[βραδύπους]])].
|mltxt=-ουν, ΝΑ<br />ο γρήγορος στα πόδια, αυτός που βαδίζει ή κινείται [[γρήγορα]], [[γοργοπόδαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] (<b>πρβλ.</b> [[βραδύπους]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰχύπους:''' -ποδος, ὁ, ἡ, ταχύπουν, τό, γρήγορος στα πόδια, σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 19:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠπους Medium diacritics: ταχύπους Low diacritics: ταχύπους Capitals: ΤΑΧΥΠΟΥΣ
Transliteration A: tachýpous Transliteration B: tachypous Transliteration C: tachypous Beta Code: taxu/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, πουν, τό,

   A swift-footed, fleet of foot E.Ba.782, Ar.Eq.1068; ἴχνος E.Tr.232 (anap.); κῶλον Id.Ba.168 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1076] ποδος, ὁ, ἡ, schnellfüßig; ἵπποι, Eur. Bacch. 781; ἴχνος, Troad. 232; κῶλον, Bacch. 168; Ar. Equ. 1063; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύπους: ποδος, ὁ, ἡ, -πουν, τό, ταχὺς τοὺς πόδας, ὡς τὸ ὠκύπους, Εὐρ. Βάκχ. 782, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1068· ἴχνος Εὐρ. Τρῳ. 232· κῶλον ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 168.

French (Bailly abrégé)

ποδος (ὁ, ἡ)
aux pieds agiles.
Étymologie: ταχύς, πούς.

English (Slater)

τᾰχύπους
   1 swift footed ἱστάμεναι χορὸν [[[ταχύ]]]ποδα παρθένοι (Pae. 2.100)

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ
ο γρήγορος στα πόδια, αυτός που βαδίζει ή κινείται γρήγορα, γοργοπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + πούς (πρβλ. βραδύπους)].

Greek Monotonic

τᾰχύπους: -ποδος, ὁ, ἡ, ταχύπουν, τό, γρήγορος στα πόδια, σε Ευρ., Αριστοφ.