ἀγησίλαος: Difference between revisions
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγησίλᾱος:''' [ᾱγ], -ου, ὁ, [[αρχηγός]], [[οδηγός]] του λαού, [[οδηγός]] των ανθρώπων, σε Αισχύλ.· ομοίως και [[ἡγησίλεως]] και ἀγεσίλας, <i>-α</i>, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀγησίλᾱος:''' [ᾱγ], -ου, ὁ, [[αρχηγός]], [[οδηγός]] του λαού, [[οδηγός]] των ανθρώπων, σε Αισχύλ.· ομοίως και [[ἡγησίλεως]] και ἀγεσίλας, <i>-α</i>, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγησίλᾱος:''' ион. ἡγησίλεις ὁ вождь народа или людей Aesch., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:24, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾱγ], ον, ὁ,
A leader of the people, epith. of Hades, A.Fr. 406; Ion. ἡγησίλεως AP7.545 (Hegesipp.); Ep. ἡγεσίλαος Nic.Fr. 74.72; poet. also ἀγεσίλας, α, Call.Lav.Pall.130, Epigr.Gr.195 (Oaxos):—the form ἀγεσίλαος, cited in EM8.32 (misquoting Call. Lav.Pall. l.c.), etc., is corrupt. II pr. n., esp. of the well-known Spartan king, Ἀγησίλαος X.HG3.3.4, etc.; Ἠγησίλεως Id.Vect.3.7, D.19.290, cf. Hdt.7.204, 8.131; Ἀγησίλας, α, Paus.8.18.8.
German (Pape)
[Seite 13] = ἀγεσίλαος, Aesch. frg. 451.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγησίλᾱος: [ᾱγ], ου, ὁ, ὁδηγὸς τοῦ λαοῦ, ὁδηγὸς τῆς ἀνθρωπότητος, ἐπίθ. τοῦ Ἅδου (Πλούτωνος), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 319, ἡγησίλεως, ’Ανθ. Π, 7. 545· Ἐπ. ἡγησίλαος, Νικ. παρ’ Ἀθην. 684D, ποιητ. ὡσαύτως ἀγεσίλας, α, Καλλ. Λουτρ. Παλλ 130, Ανθ. Π. παράρτ. 235· ὁ τύπος ἀγεσίλαος εὑρισκόμενος ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ., Ζωναρ. κτλ. εἶναι ἀμφίβολος. 2) ὡς κύρ. ὄνομ., ἰδίᾳ τοῦ γνωστοῦ Σπαρτιάτου βασιλέως Ἀγησιλάου, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 4, κτλ. Ἀλλὰ Ἡγησίλεως, ὁ αὐτ. Πόρ. 3 7. Δημ. 434. 14, ὡς ἐν Ἡροδ. 7. 204., 8. 131, 2· Ἀγησίλας, α, Παυσ. 8. 18, 8· ποιητ. Ἀγεσίλας Κριτίας παρὰ Πλουτ. Κίμ. 10, Συλλ. Ἐπιγρ 2599· Ἀγεισίλας, Ἐπιγρ. Βοιωτ. ἐν Leake’s Northem Gr ἀρ. 37., πρβλ. Ahr. Αἰολ. δ. σ. 182, ἐξ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui conduit le peuple, les troupes, chef du peuple.
Étymologie: ἄγω, λαός.
Greek Monotonic
ἀγησίλᾱος: [ᾱγ], -ου, ὁ, αρχηγός, οδηγός του λαού, οδηγός των ανθρώπων, σε Αισχύλ.· ομοίως και ἡγησίλεως και ἀγεσίλας, -α, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγησίλᾱος: ион. ἡγησίλεις ὁ вождь народа или людей Aesch., Anth.