ἀναπτοέω: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναπτοέω:''' ποιητ. -[[πτοιέω]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κατατρομάζω]], [[τρομάζω]] υπερβολικά, σε Μόσχ. — Παθ., είμαι τρομαγμένος, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀναπτοέω:''' ποιητ. -[[πτοιέω]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κατατρομάζω]], [[τρομάζω]] υπερβολικά, σε Μόσχ. — Παθ., είμαι τρομαγμένος, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναπτοέω:''' приводить в смятение, поражать, pass. приходить в смятение, быть пораженным (τινι и πρός τι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 31 December 2018
English (LSJ)
poet. ἀνα-πτοιέω,
A scare exceedingly, Mosch.2.23, Opp.C. 1.107, etc.:—Pass., to be scared, Plu. Pel.16; to be in great excitement, Id.2.261a, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπτοέω: ποιητ. -πτοιέω, κατατρομάζω τινά, Μόσχ. 2. 23, Ὀππ., κτλ.: ― παθ. κυριεύομαι ὑπὸ τρόμου, τρομάζω, Πλούτ. Πελοπ. 16· εἶμαι ἐν μεγάλῃ ταραχῇ, ὁ αὐτ. 2. 261Α, κτλ. Καθ’ Ἡσύχ. «ἀν[απ]επτοημένοι· τὰς διανοίας ἀνατετραμμένοι».
French (Bailly abrégé)
-οῶ;
frapper d’étonnement.
Étymologie: ἀνά, πτοέω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἀναπτοιέω Mosch.2.23
1 asustar ποῖοί με ... ἀνεπτοίησαν ὄνειροι; Mosch.l.c., θῆρας Opp.C.1.107, γυναῖκας Nonn.D.26.331.
2 en v. med.-pas. excitarse, asustarse προφανέντος ἐξαίφνης κάπρου Plu.Pel.16, cf. 2.261a, Nonn.D.31.192
•conmmoverse Musae.168.
Greek Monotonic
ἀναπτοέω: ποιητ. -πτοιέω, μέλ. -ήσω, κατατρομάζω, τρομάζω υπερβολικά, σε Μόσχ. — Παθ., είμαι τρομαγμένος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπτοέω: приводить в смятение, поражать, pass. приходить в смятение, быть пораженным (τινι и πρός τι Plut.).