ἐμβριμάομαι: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐμβρῑμάομαι:''' (ἐν), αποθ. με Μέσ. και Παθ. αόρ.<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ξεφυσώ]], [[ρουθουνίζω]], λέγεται για άλογα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, συγκινούμαι [[βαθιά]], οργίζομαι, [[αγανακτώ]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> με δοτ. προσ., [[συμβουλεύω]], [[προειδοποιώ]], [[επιπλήττω]], [[κατσαδιάζω]], [[αποπαίρνω]], στο ίδ. | |lsmtext='''ἐμβρῑμάομαι:''' (ἐν), αποθ. με Μέσ. και Παθ. αόρ.<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ξεφυσώ]], [[ρουθουνίζω]], λέγεται για άλογα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, συγκινούμαι [[βαθιά]], οργίζομαι, [[αγανακτώ]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> με δοτ. προσ., [[συμβουλεύω]], [[προειδοποιώ]], [[επιπλήττω]], [[κατσαδιάζω]], [[αποπαίρνω]], στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμβρῑμάομαι:''' <b class="num">1)</b> (в чем-л.) храпеть, фыркать (ἵπποι ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμώμεναι Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> рычать, реветь (ἐνεβριμήσατο ἡ [[Βριμώ]] Luc.);<br /><b class="num">3)</b> обращаться со строгостью: ἐνεβριμήσατο αὐτοῖς λέγων NT он строго сказал им;<br /><b class="num">4)</b> волноваться, скорбеть (ἐν ἑαυτῷ NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
English (LSJ)
(Act. only in Hsch., Suid.), c. aor. Med. et Pass.,
A snort in, ἵππους ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμένας, of horses, A.Th.461, cf. Luc.Nec.20. 2 of persons, to be deeply moved, τῷ πνεύματι, ἐν ἑαυτῷ, Ev.Jo.11.33,38. II admonish urgently, rebuke, E.Fr. 1099: c. dat. pers., LXXDa.11.30, Ev.Matt.9.30, Marc.1.43.
German (Pape)
[Seite 806] darein schnauben; ἵππους ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμένας Aesch. Spt. 443; darin brummen, murren, Luc. Necyom. 20. Uebh. auf Etwas zürnen, seinen Unwillen äußern, ἐνεβριμήθη αὐτοῖς Matth. 9, 30. – Das act, erwähnen nur Hesych. u. Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβρῑμάομαι: ἀποθ. μετὰ μέσ. καὶ παθ. ἀορ., φυσῶ, ῥωθωνίζω, ἵππους ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμένας, «θυμὸν πνεούσας καὶ φρυαττούσας» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 461. 2) ἐπὶ προσώπων δυσφορῶ, δυσανασχετῶ, γογγύζω, Λουκ. Νεκυομ. 20˙ βαθέως συγκινοῦμαι, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι Εὐαγγ. κ. Ἰω. ια΄, 33, 38. ΙΙ. μετὰ δοτ. προσ., προστάττω μετ’ ἐξουσίας, παραγγέλλω, Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 30, κ. Μάρκ. α΄, 43.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
gronder, frémir, s’irriter.
Étymologie: ἐν, βριμόομαι.
Spanish (DGE)
(ἐμβρῑμάομαι)
• Morfología: [act. Hsch.s.u. ἐμβριμῆσαι]
I 1bramar, bufar de rabia ἵπποι ... ἐμβριμώμεναι A.Th.461, ἐμβριμώμενος ἀπὸ τῆς Αἴτνης dicho de Empédocles, Herm.Irris.8.1
•irritarse, enrabietarse E.Fr.1099, c. dat. Ῥωμαῖοι ... ἐμβριμήσονται αὐτῷ los romanos se irritarán con él LXX Da.11.30.
2 estremecerse, conmoverse Ἰησοῦς ... ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι Jesús se conmovió en su espíritu, Eu.Io.11.33, cf. 38, Cyr.Al.M.74.53A.
II conminar, ponerse serio c. dat. de pers. ἐνεβριμήθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς Eu.Matt.9.30, cf. Eu.Marc.1.43, Hsch.l.c., s.u. ἐμβριμώμενος.
English (Strong)
from ἐν and brimaomai (to snort with anger); to have indignation on, i.e. (transitively) to blame, (intransitively) to sigh with chagrin, (specially) to sternly enjoin: straitly charge, groan, murmur against.
English (Thayer)
(see ἐν, III:3), ἐμβριμωμαι, deponent verb, present participle ἐμβριμώμενος (Tdf. ἐμβριμουμενος; see ἐρωτάω, at the beginning); imperfect 3rd person plural ἐνεβριμῶντο (Tdf. ἐμβριμουντο, cf. ἐρωτάω as above); 1st aorist ἐνεβριμησαμην, and (L T Tr WH) ἐνεβριμήθην (Buttmann, 52 (46)); (βριμάομαι, from βρίμη, to be moved with anger); to snort in (of horses; German darein schnauben): Aeschylus sept. 461; to be very angry, to be moved with indignation: τίνι (Libanius), ἐν ἑαυτῷ, to charge with earnest admonition, sternly to charge, threateningly to enjoin: Mark 1:43.
Greek Monotonic
ἐμβρῑμάομαι: (ἐν), αποθ. με Μέσ. και Παθ. αόρ.
I. 1. ξεφυσώ, ρουθουνίζω, λέγεται για άλογα, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για πρόσωπα, συγκινούμαι βαθιά, οργίζομαι, αγανακτώ, σε Καινή Διαθήκη
II. με δοτ. προσ., συμβουλεύω, προειδοποιώ, επιπλήττω, κατσαδιάζω, αποπαίρνω, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐμβρῑμάομαι: 1) (в чем-л.) храпеть, фыркать (ἵπποι ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμώμεναι Aesch.);
2) рычать, реветь (ἐνεβριμήσατο ἡ Βριμώ Luc.);
3) обращаться со строгостью: ἐνεβριμήσατο αὐτοῖς λέγων NT он строго сказал им;
4) волноваться, скорбеть (ἐν ἑαυτῷ NT).