ἀπονέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπονέομαι:''' αποθ., [[απέρχομαι]], [[αποχωρώ]], [[αναχωρώ]], σε Όμηρ. <i>[ᾱ</i>, [[χάριν]] του μέτρου].
|lsmtext='''ἀπονέομαι:''' αποθ., [[απέρχομαι]], [[αποχωρώ]], [[αναχωρώ]], σε Όμηρ. <i>[ᾱ</i>, [[χάριν]] του μέτρου].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπονέομαι:''' <b class="num">I</b> уходить, отправляться или возвращаться Hom.<br /><b class="num">II</b> med. к [[ἀπονέω]].
}}
}}

Revision as of 08:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονέομαι Medium diacritics: ἀπονέομαι Low diacritics: απονέομαι Capitals: ΑΠΟΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: aponéomai Transliteration B: aponeomai Transliteration C: aponeomai Beta Code: a)pone/omai

English (LSJ)

   A go away, depart, freq in Hom., only in pres. (sts. with fut. sense, as Il.2.113) and impf., always at the end of the line, with the first syll. long, metri gr., ἀπονέεσθαι Il. l. c., etc.; ἀπονέωνται Od. 5.27; ἀπονέοντο Il.3.313, al.

German (Pape)

[Seite 316] (s. νέομαι), nur praes. u. impf., weggehen, zurückkehren; Hom. oft ἀπονέεσθαι, z. B. Iliad. 2, 113; απονέωνται Od. 5, 27; ἀπονεοίμην Iliad. 21, 561; ἀπονέοντο Iliad. 3, 313. 15, 305. 24, 330; – sp. D. [α des Metrums wegen].

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονέομαι: ἀποθ. ἀπέρχομαι, ἀναχωρῶ συχν. παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ μόνον κατ' ἐνεστ. (ἐνίοτε μετὰ σημασ. μέλλ.), καὶ παρατ., ἀείποτε ἐν τῷ τέλει τοῦ στίχου μετὰ τῆς πρώτης συλλαβῆς μακρᾶς ἀνάγκῃ τοῦ μέτρου, ἀπονέεσθαι Ἰλ. Β. 113, κτλ.· ἀπονέονται Ὀδ. Ε. 27· ἀπονέοντο Ἰλ. Γ. 313, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. inf. ἀπονέεσθαι, sbj. 3ᵉ pl. ἀπονέωνται, opt. ἀπονεοίμην, impf. 3ᵉ pl. ἀπονέοντο;
aller, retourner.
Étymologie: ἀπό, νέομαι.

English (Autenrieth)

subj. ἆπονέωνται, inf. ἆπονέεσθαι, ipf. ἆπονέοντο (the ᾶ is a necessity of the rhythm, and the place of these forms is at the end of the verse): return, go home; in Od. 15.308 the word applies to the real Odysseus rather than to his assumed character.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ἀπονε- medido -υ]

• Morfología: [sólo tema de pres.]
regresar, volverse προτὶ Ἴλιον Il.3.313, ὥς κε ... ἐν νηῒ παλιμπετὲς ἀπονέωνται Od.5.27, Ἴλιον ἐκπέρσαντ' εὐτείχεον ἀπονέεσθαι Il.2.113, ζωὸν ἀπὸ πτολέμοιο ... ἀπονέεσθαι Q.S.3.262, ποτὶ τύμβον Ἀχιλλέος ἀπονέοντο Q.S.14.257.

Greek Monolingual

ἀπονέομαι (Α)
απέρχομαι, αναχωρώ.

Greek Monotonic

ἀπονέομαι: αποθ., απέρχομαι, αποχωρώ, αναχωρώ, σε Όμηρ. [ᾱ, χάριν του μέτρου].

Russian (Dvoretsky)

ἀπονέομαι: I уходить, отправляться или возвращаться Hom.
II med. к ἀπονέω.