ἐπικαλύπτω: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπικᾰλύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σκεπάζω]], [[κλείνω]], [[συγκαλύπτω]], [[κρύβω]], [[τυλίγω]], σε Ησίοδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[θέτω]] ως [[σκέπαστρο]], [[επικάλυμμα]], βλεφάρων ἐπ. [[φᾶρος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἐπικᾰλύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σκεπάζω]], [[κλείνω]], [[συγκαλύπτω]], [[κρύβω]], [[τυλίγω]], σε Ησίοδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[θέτω]] ως [[σκέπαστρο]], [[επικάλυμμα]], βλεφάρων ἐπ. [[φᾶρος]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπικᾰλύπτω:''' <b class="num">1)</b> покрывать, закрывать (ἐπικαλύπτει τὰ ἴχνη, sc. ἡ [[χιών]] Xen.; τῷ δέρματί τι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> опускать (в виде завесы) (βλέφαρα ἐπικεκαλυμμένα Arst.): βλεφάρων σκοτεινὸν [[φάος]] ἐπικαλύψαι (v. l. ἐγκαλύψαι) Eur. затуманить свет очей, т. е. притупить зрение;<br /><b class="num">3)</b> скрывать, прятать (κακὸν δ᾽ ἐπὶ [[κῶμα]] καλύπτει Hes.; τὴν ἀπορίαν Plat.): ἐ. τὰς οἰμωγάς τινος Luc. заглушать чьи-л. рыдания;<br /><b class="num">4)</b> туманить, затемнять (ἐπικαλύπτεται ὁ [[νοῦς]] πάθει Arst.): ἡ τοῦ ὀνόματος [[ἐπωνυμία]] ἐπικεκάλυπται Plat. данное (Атрею) имя неясно. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A cover over, cover up, shroud, κακὸν δ' ἐπὶ κῶμα καλύπτει v.l. in Hes.Th.798; of snow covering a track, X. Cyn.8.1; ἐ. τὴν ἀπορίαν Pl.Chrm.169d; τοὺς ὀφθαλμούς Sor.1.106:— Pass., to be covered over, veiled, ἡ ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται Pl.Cra.395b; ἐπικαλύπτεσθαι τὸν νοῦν πάθει ἢ ὕπνῳ is darkened, obscured, Arist. de An.429a7. II. put as a covering over, βλεφάρων φᾶρος E.HF642 codd. (lyr.):—Pass., τῶν βλεφάρων -κεκαλυμμένων when the eyelids are drawn down, Arist.Sens.437a25.
German (Pape)
[Seite 945] überdecken, bedecken, κακὸν δ' ἐπὶ κῶμα καλύπτει Hes. Th. 798; βλεφάρων φάος Eur. Herc. Fur. 642; τὴν ἀπορίαν Plat. Charm. 169 d; verdunkeln, ἡ τοῦ ὀνόματος ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται Crat. 395 b; τὸν νοῦν πάθει Arist. de anim. 3, 3; Sp., wie Luc. Necyom. 18 Plut. Sol. 15.
French (Bailly abrégé)
recouvrir, cacher, acc..
Étymologie: ἐπί, καλύπτω.
Spanish
English (Strong)
from ἐπί and καλύπτω; to conceal, i.e. (figuratively) forgive: cover.
English (Thayer)
(1st aorist ἐπεκαλυφθην); to cover over: αἱ ἁμαρτίαι ἐπικαλυπτονται, are covered over so as not to come to view, i. e. are pardoned, Psalm 32:1>).
Greek Monolingual
(AM ἐπικαλύπτω)
σκεπάζω από πάνω, τοποθετώ ως κάλυμμα
νεοελλ.
καλύπτω μια επιφάνεια με άλλη ύλη, επενδύω
αρχ.
1. γεν. σκεπάζω, αποκρύπτω («ἡ ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται», Πλάτ.)
2. επισκοτίζω.
Greek Monotonic
ἐπικᾰλύπτω: μέλ. -ψω,
I. σκεπάζω, κλείνω, συγκαλύπτω, κρύβω, τυλίγω, σε Ησίοδ., Πλάτ.
II. θέτω ως σκέπαστρο, επικάλυμμα, βλεφάρων ἐπ. φᾶρος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικᾰλύπτω: 1) покрывать, закрывать (ἐπικαλύπτει τὰ ἴχνη, sc. ἡ χιών Xen.; τῷ δέρματί τι Arst.);
2) опускать (в виде завесы) (βλέφαρα ἐπικεκαλυμμένα Arst.): βλεφάρων σκοτεινὸν φάος ἐπικαλύψαι (v. l. ἐγκαλύψαι) Eur. затуманить свет очей, т. е. притупить зрение;
3) скрывать, прятать (κακὸν δ᾽ ἐπὶ κῶμα καλύπτει Hes.; τὴν ἀπορίαν Plat.): ἐ. τὰς οἰμωγάς τινος Luc. заглушать чьи-л. рыдания;
4) туманить, затемнять (ἐπικαλύπτεται ὁ νοῦς πάθει Arst.): ἡ τοῦ ὀνόματος ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται Plat. данное (Атрею) имя неясно.